.
Στα πεύκα που γέρνουν σαν πράσινες φλόγες,
στητές το μπλουζάκι τσιτώνουν οι ρώγες,
χρυσόσκονη η άμμος την κόμη στολίζει,
ο αλλήθωρος πόθος κλεφτά προσεγγίζει,
φυσάει τη φωτιά που δεν κόρωσε ακόμα,
πικρίζει το σάλιο στο ανέγγιχτο στόμα

κι ο ήλιος να δύει, να χάνεται η μέρα,
φωνές να πετούν σαν πουλιά στον αέρα,
να σβήνει το φέγγος σε ρόδινη αφάνεια,
η νύχτα την φύση να ρίχνει σε ορφάνια
κι ο φλοίσβος σαν αίμα στις φλέβες να πάλλει,
σκοτάδι να γδύνει ψυχές κι ακρογιάλι,

που αθέατα χείλη, δειλά, παροτρύνει,
με μάτια που κλείνουν γι’ αυτό που θα γίνει.

Πλανόδιον, τχ. 41, Δεκέμβριος 2006