.

Μια παραφωνία η γη. Πιστολιά σε κονσέρτο. Υπερ-
……………….βολική δόση
που ο υγιής οργανισμός θ’ αποβάλει. Κάποιος μας
………………σβήνει
απ’ το χάρτη: γράψε, λάθος· υπόθεση ρουτίνας
………………η διόρθωση.
Έτσι επιστρέφουμε σαν άσωτοι υιοί. Κανείς δεν
………………θ’ απομείνει.
Ούτε ο ήλιος. Ήλιε είσαι το φλας του ουράνιου θόλου.
Σαν γκογκ ξεκουφαίνεις τις ελπίδες. Υποταγμένη η γη,
ακολουθώντας τις δονήσεις, σταθερά, κάθε στιγμή
αποτυπώνεται στη σιωπηλή πλευρά του χρόνου.

Βραδιά στο «Flower»,  2001

.

ΔΗΜΟΤΙΚΟΦΑΝΕΣ

Έπεσα στις ανηφοριές και πώς να τις ανέβω;
Η γειτονιά σου ανηφοριά,
ανηφοριά το σπίτι σου,
ανηφοριά η καρδιά σου,
ανηφοριά σ’ ανηφοριές κ’ η αγάπη σου.

η λέξη, τχ. 152, Ιούλιος-Αύγουστος 1999

.

ΔΗΜΟΤΙΚΟΦΑΝΕΣ ΙΙΙ

Πήρα τρεις στίχους απ’ τα μάτια σου
και δέκα απ’ τα φιλιά σου,
τρεις από την αλήθεια σου
και δέκα απ’ την ψευτιά σου.

Νέα Εστία, τχ. 1733, Απρίλιος 2001

 

 

 

 

 

.

.

Gracias a la vida!

Μέσ’ από κείνες τις σελίδες
πρωτόμαθα τις θάλασσες, τα δάση
απόκρυφες βαθύσκιωτες πατρίδες
ριγούσαν ήδη στην αυριανή τους στάχτη.

Η μουσική διαφήμιζε ταξίδια
ακίνητα βαθιά στην πολυθρόνα
τα κύματα μας παίρναν και μας φέρναν
το παρελθόν νανούριζε το μέλλον.

Το τώρα όμως βασίλευε στην πλάση
καθώς ο κόσμος φρέσκος τραγουδούσε
στο Μεξικό! στο Μεξικό και στα μαλλιά σου!
στις μυστικές σελίδες της αρχής μας.

Στις μυστικές σελίδες της αρχής μας
στα σκοτεινά χαμηλοτάβανα σπιτάκια
ήλιος εφύσηξε χρυσός και τραγουδούσε
όπως αγέρι στα μαλλιά, όπως τα δάση.

Αρχή και τέλος τώρα, μ’ αγκαλιάζουν
αθάνατη ζωή χαρά της λύπης
τρεχούμενο νεράκι προδομένο
όνειρο βιαστικό τρελή παντιέρα

Γιατί τα δάση υπάρχουν όσο τα θυμάσαι
γιατί «όσα είπαμε παλιά ισχύουν»
γιατί το γέλιο κελαρύζει στο σκοτάδι
γιατί τα δάση υπάρχουν όσο τα θυμάσαι.

Σημειώσεις, τχ, 56, Ιούνιος 2002

.

Δεν χάσαμε και τίποτα σπουδαίο
στις παρακάμψεις των καλών ελπίδων
ψεύτικοι φάροι μας θαμπώσανε για λίγο
— κάτι χρονάκια που είχαμε τα δώσαμε στο γραίγο.

Ύστερα συνεχίσαμε σονέτο τη μισή ζωή
δεχτήκαμε κατάστηθα το μέλλον
— όσοι ξεφύγαν τις ριπές των αρχαγγέλων
δεθήκαν σε 12σύλλαβο σκοινί.

Μια τέχνη άχρηστη σε όλους.
Όμως ακούω να τρίζει στο κουπί
βήξιμο αποτσίγαρου του πρόγονου η φωνή
«Αν θέλεις τον Παράδεισο, βρες τα με τους διαόλους».

(Μια τέχνη άχρηστη σε όλους. Όμως καλύτερα έτσι, παρά εμι-
γκρές Πολωνός, γράφοντας εγγλέζικα αριστουργήματα.)

Σημειώσεις, τχ. 56, Ιούνιος 2002


.

Πτυχές του σώματός σου στα σεντόνια,
δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω·
απόψε που με βάρυναν τα χρόνια
και σκέπτομαι να φύγω, να τελειώσω,

γυρεύω το σκοτάδι σου σα νά ’σουν
αυγερινός σ’ αυτούς που θα με χάσουν,
γυρεύω το ξημέρωμα πριν φύγει
το σώμα μου στα δάση και στα ρίγη.

Μα σκύβω κι ακουμπώ στη μυρωδιά σου,
με τ’ άστρωτα λευκά παρηγοριέμαι,
και να, θυμάμαι κάτι στα μαλλιά σου
σαν φως, και λίγο λίγο αποκοιμιέμαι.

Μπαλάντες και περιστάσεις, 1997

.

Σαν να χα αποκοπεί απ’ την αλήθεια μου

Και σήκωσα ψηλά τα μάτια κι είδα
επάνω απ’ το κεφάλι μου μια Ανάσταση.

Ο κρότος του χρόνου, 2007

Βαρκούλα μανούλα πού πάμε;

Λέγαμε πάντα αγάλματα δεν υπάρχουν κόκκαλα μόνο
μια χλόη που γέρνει πάλι στο χώμα κι άγρια πουλιά
(όσα ξεφύγαν)· άπιστης χαρμολύπης εν τέλει η σιγαλιά
πλάγιασε μαλακά στο αλεύρι και θέρο και καταχείμωνο.

Πάλι ρωτάς τί απόμεινε; Κονάκι κλειστό στην πόρτα αλυσίδα
(θα φύγουμε απ’ τό σπίτι τελευταίοι) τα υπόλοιπα βήματα
κάπου εδώ γύρω ξερός πηλός στα χέρια κάποιου κανατά —
ψιθύρισε λοιπόν κι εσύ γνωστόν και άγνωστον είδος η ελπίδα.

Βάρκα που μπάζει από παντού και τα ποντίκια έχουν λακίσει
(πόσοι άραγε κατάλαβαν;) δεμένος είναι ο κόσμος, τρομάζει, ………………………ενώ
μεγάλη η τρομερή σιωπή για όλους μα όχι μερίδιο κοινό·

δίκαιο θα ’ναι νά ’ρθουν τα πάμπολλα νερά που έχει η Φύση
ό,τι ονομάστηκε κακό, πλημμύρα ατέλειωτη από μάγισσα βροχή
ίχνος κανένα μην αφήσει — να πάει στο διάολο ή να γυρίσει
……………………….πίσω η Εποχή;

Σημειώσεις, τχ. 42, Δεκέμβριος 1993

.

I grandi maestri sono morti –
Μα, τώρα, πες μου, ξύπνιε, μόρτη,
βλέπεις τη θάλασσα νερό
από τα σπλάγχνα των νεκρών

βγαλμένο; Πες μου, σκιά ποιου δέντρου
– που δεν το ξέρουνε – είναι τούτη
και φώλιασες; Χρυσό της κέντρο,
φτερουγιασμένο φως, μυρόλαδο. Την

νιώθεις, αγκαλιά από χώμα,
χαρά στο πληγιασμένο σώμα.
Ζεστή κι αόρατη, παρούσα
γυναίκα πικροκυματούσα.

Ξερόλα, μάγκα μου, κουρέλι,
κανείς στον κόσμο δεν σε θέλει.
Πλέουσα γυνή σε κλέβει μόρτη –
I grandi maestri sono immorti.

Κρούσμα, 2010

.

Αχ! Ερωτοχτυπήθηκα με την ωραία αγορίνα . . .
Τ’ αγκιστρωτά τσουλούφια της μοιάζουνε με σκορπιόν.
Κολώνα μοιάζει η ορθόστητη κορμοστασιά της. Φίνα
τυλίγουνε το σώμα της χιτώνια, με κουμπιών
δεσίματα. Μου δίνεται το ίδιο καλά, σα να ’ναι
κορίτσι ή αγόρι. Στέκεται κυρά μου πάντα αυτό
το αγοροκόριτσο. Και θέλω ν’ αποξεχαστώ
για μια ζωή στα χέρια της — όποια η ζωή και νά ’ναι.

Αμπού Νουουάς, Ποιήματα, 2010

.

Γεμίσαμε το χρόνο να πονούμε
σε τούτη τη ζωή τη βιαστική
και που πραγματικά να στηριχτούμε;
Όλοι είμαστε από δω περαστικοί,
αδύναμοι να ζούμε, χοϊκοί . . .
και κείνος ο γεράκος με το μούσι
μονάχα μες στα σκίτσα κατοικεί . . .
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ’ ακούσει ;

Ατάραχοι πως τις καρδιές κοιτούμε
από σχισμές ν’ αδειάζουν σαν ασκοί,
περίεργο, ενώ ξέρουμε θα δούμε
να χάνουν της αγάπης την ολκή . . .
περίεργο, πως μες στη φυλακή
και στων δεσμοφυλάκων το γιουρούσι,
απλά να αναρωτιόμαστε και κει
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιός θ’ ακούσει ;

Είναι  στιγμές που κάποτε ευλογούμε
μια ιδέα του αιωνίου μυστική
πως μέσα του τη λύτρωση θα βρούμε
εικόνα κι απ’ το χιόνι πιο λευκή
που αν κι από μέσα βγαίνει μουσική
με νότες ευτυχίας να μας λούσει
στο βάθος θα ρωτάμε «μα αρκεί ;
Το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ’ ακούσει ;»

Δεν είμαστε ένοχοι μα ενοχικοί
μετωπική του εαυτού μας κρούση
μια ερώτηση σε χρόνο διαρκή :
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ’ ακούσει ;

Φωτιά στον πάγο, 2010

.

Πώς βρέθηκα λοιπόν ανεβασμένος
πάνω σε τούτο το
κωδωνοστάσι;
Νύχτα κι αγέρας σκοτεινός φυσάει
κι όπως βαριά στενάζουν οι καμπάνες
με διαπερνά το ρίγος της αβύσσου

Κατρακυλώ στη σιδερένια σκάλα
Κι αν όμως είν’ η θύρα κλειδωμένη;
Κι αν ίσως δεν μπορώ να ξεκλειδώσω;

Νιώθω νερά στα πόδια μου
κοάζουν
τριγύρω μου βατράχια
με φωτίζει
ξάφνου ο θαμπός φανός του νεωκόρου
που σκύβει από ψηλά και μου φωνάζει

Ανέβα πάλι επάνω, χριστιανέ μου
τί θέλεις τέτοιαν ώρα στο πηγάδι
θα σε τραβήξουν κάτω τα τελώνια

Κι απορημένος κάνει το σταυρό του

Ο ληξίαρχος, 1989

05

 

.

 

 

 

 

 

Ράγες κλαριά για πού το ταξίδι
καλό μου πουλάκι, χαμένο πουλί . . .

Μάλλον θάμνος του Νότου εσύ — ενώ τα κόκαλά μου δείχνουν
………………… προς Βορράν
σαν μοίρα τρελής εποχής πολέμησα πιστά κι εγώ τους Ουστάσι
παιδί ακόμα με τη γεύση στον ουρανίσκο από τα τζίτζιφα και το
………………… κεράσι,
πάλι καλά, ο πατέρας μου πήγε λίγο μακρύτερα, εις την Μικράν

Ασίαν — μα τι λέω ο φαντασμένος; Ξεστράτησα Μυρτιά μου, τη
………………… ζωή
σου την πανέμορφη ζηλεύω, βρέχει χιονίζει τα μάτια σου ανθίζουν
πέταλα λευκά, στα χαμηλά ψίθυροι στήμονες του αέρα που
………………… ελπίζουν
στο βουνό, στη ρεματιά, στο ακροθαλάσσι κάτω να γίνουν πνοή.

Πνοή νέας ζωής όχι στεφανωμένου θανάτου, όχι βόγγων και να
θυμάμαι τώρα τη Δάφνη, τον Πυράκανθο, τη Ροδιά, το Πιξάρι
μεταμορφώσεις πονηρές που στολίζουν την έπαρση με αλλότρια
………………… χάρη,

άκου να δεις φίλε μου, την κλέψανε την ωραία την πήγαν στα ξένα
ρώτησαν και τ’ όνομά της, θάμνος αυτή μα βρήκε κουράγιο μεγάλο
ιθαγενής, Myrtus Communis, Μυρτιά, είπε με λένε, τίποτε άλλο.

Σημειώσεις, τχ. 42, Δεκέμβριος 1993

.

Ποια μέλισσα το μέλι σού ’χει φέρει
Ποιο ρόδο άνοιξε και φάνηκες εσύ
Ποιο δένδρο έσκυψε και σου ’βαλε στο χέρι
Καρπό που τρώγαν μόνο οι Θεοί

Ποιοι ποταμοί ανοίξαν τα νερά τους
Και κάνανε Παράδεισο τη γη
Ποιες σκάλες δώσανε σ’ εσένα τα σκαλιά τους
Κι ήρθανε δίπλα μου απόψε οι ουρανοί

Ποιος άγγελος σου έδειξε το δρόμο
Ποιο κυπαρίσσι έγινε ραβδί
Ποιος γαλαξίας σου έδωσε το γάλα
Και λευκοφόρεσε μαζί σου όλη η γη

Ν. Ξυδάκης-Θ. Γκόνης, Τένεδος, 1991

.

Πρόσμενα εδώ την άφιξη κάποιου μεγάλου πλοίου,
γεμάτου με μαλάματα, πέτρες, μπαχαρικά,
όταν, τα χέρια φέρνοντας στα μάτια, ξαφνικά.
μου ρθε η αίσθηση του ανώφελου, και του εντελώς γελοίου.

Γιατί εγώ ποτέ δεν είχα γιους μονογενείς,
να στέλνω σ’ υπεράνθρωπα ταξίδια έξ’ απ’ τους Πόντους,
κι ούτε με θρέψανε φυλές από ευσεβείς γερόντους
που άλλους, με τρόμο, να κρατούν στο χέρι ιθαγενείς.

Εγώ είχα μόνο μου πουλί στην κιβωτό τα λόγια,
κι αυτά θαλασσοπνίγηκαν, πριν φτάσουν ώς εκεί
όπου άγρια τα περίμενε ελπίδα, και κακή
έμπνευση, που στοχάστηκε μια Κόλασιν υδρόγεια!

Εντευκτήριο, τχ. 61, Απρίλιος-Ιούνιος 2003

.

Όταν σμικρύνομαι στα μάτια όλου του κόσμου
μόνος τον εαυτό μου απόβλητο θρηνώ,
τη μοίρα μέμφομαι και λοιδορώ το φως μου
κι αναστατώνω με φωνές τον ουρανό,
και με φαντάζομαι να ’μουν αλλιώς πλασμένος,
να ’χω την τέχνη του ενός, το νου του άλλου,
ωραίος, φέρελπις, με φίλους προικισμένος,
και υποφέρω το μαρτύριο του Ταντάλου·
κι εκεί που μόλις αυτομίσητος πηγαίνω,
σε συλλογίζομαι και γίνομαι μαζί σου
κορυδαλλός που από τη μαύρη γη τον αίνο
ξυπνά και ψέλνει προς το φως του παραδείσου.
Τέτοιο για μένα της αγάπης σου το κλέος
που δεν τ’ αλλάζω ούτε με σκήπτρο βασιλέως.

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, 25 σονέτα, 1998

.

Η φόρμα και το μάνταλο έπρεπε εξ αρχής να σπάσουν,
από τις κάννες άνθρωποι να βγουν, να προελάσουν :
η φόρμα ειρήνη και ηδονή είναι, ουράνια ελευθερία,
γι’ αυτό να οργώσω τους αγρούς με πιάνει μιά μανία·
η φόρμα επιζητεί να με στριμώξει, να με δέσει,
μα εγώ παντού ν’ απλώσω το είναι μου ποθώ με ζέση. –
Σκληρή είναι η φόρμα, καθαρή, ανελέητη, σιχαμένη,
που μου συστήνει στους πτωχούς τω πνεύματι εν γένει
τον εαυτό μου αφειδώλευτα να διαμοιράσω,
τη ζωή μου με ουσία να ταΐσω, μέχρι να χορτάσω.

alonakitispoiisis.blogspot.com, 2010