.

.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ
ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ

του Κώστα Κουτσουρέλη

.

ΑΠ’ ΟΣΑ ΡΕΥΜΑΤΑ έκαναν την εμφάνισή τους στην ποίηση τις τελευταίες δεκαετίες, κανένα δεν υπήρξε περισσότερο αντιλεγόμενο από εκείνο που συνέδεσε το όνομά του με την αναβίωση του έμμετρου και ομοιοκατάληκτου στίχου. Το ρεύμα αυτό, που από κάποιους θεωρήθηκε κίνημα και από άλλους σχολή, υπήρξε εξ αρχής φαινόμενο υπερεθνικό, αφού οι πρώτες εκδηλώσεις του παρουσιάζονται σχεδόν ταυτόχρονα στην Ευρώπη και την Αμερική κατά τη δεκαετία του 1980. Ωστόσο, συστηματική θεωρητική θεμελίωση και συλλογική αντιπροσώπευση φαίνεται να έλαβε κυρίως στις ΗΠΑ, όπου και επικράτησε ο όρος new formalism.

Οι θιασώτες του νεοφορμαλισμού έθεσαν στο στόχαστρό τους τις αδυναμίες της σύγχρονης ποίησης, για την οποία ισχυρίστηκαν ότι έχει παγιδευτεί στην τροχιά ενός επιγονικού και γι’ αυτό όλο και πιο αναιμικού και αδιέξοδου μοντερνισμού. Η αποξένωση από το ευρύ ακροατήριο, η αγχώδης και άγονη καινοθηρία, ο εγκεφαλισμός, ο ακαδημαϊσμός, η σοβαροφάνεια, ο εξοβελισμός της μουσικότητας από το ποίημα, η εγκατάλειψη του λυρισμού και των αφηγηματικών τρόπων ήταν μερικά μόνο από τα σημεία όπου στάθηκε η κριτική τους. Απέναντι σ’ αυτά τα παθολογικά συμπτώματα, υποστήριξαν, η αναβίωση των παραδοσιακών μορφών θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποδειχθεί δραστικό αντίβαρο.

Οι θέσεις των νεοφορμαλιστών προσέκρουσαν συχνά σε έντονες αντιδράσεις, ιδίως απ’ όσους ποιητές και κριτικούς δεν έπαψαν ποτέ να θεωρούν τον εαυτό τους συνεχιστή του νεωτερικού παραδείγματος. Ωστόσο, βρήκαν και σημαντική ανταπόκριση. «Είμαι βέβαιος πως όχι μόνον εγώ θα σας είμαι ευγνώμων», θα γράψει το 1990 ο Άρθουρ Μίλλερ στους συντελεστές του περιοδικού The Formalist, του πιο γνωστού ίσως εκφραστή των ιδεών του ρεύματος στην Αμερική. «Ξεφυλλίζοντας το πρώτο τεύχος, διαπίστωσα με φρίκη ότι είχα σχεδόν εγκαταλείψει την ιδέα ότι η ποίηση είναι τέχνη ικανή να τέρπει».

Οι νεοφορμαλιστές μίλησαν με έμφαση για τις αρετές του έμμετρου στίχου, προ πάντων ζήτησαν να τον απαλλάξουν από τη μομφή του «τεχνητού κατασκευάσματος» που τον βάρυνε από τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην εισαγωγή της ανθολογίας τους Strong Measures: Contemporary American Poetry in Traditional Forms (Νέα Υόρκη 1986), οι επιμελητές της, Φίλιπ Ντέησυ και Ντέηβιντ Τζως, σημειώνουν:


Κανονικός και ελεύθερος στίχος είναι και οι δύο εξίσου «τεχνητοί» και «φυσικοί», αν και βέβαια όχι με τον ίδιο τρόπο. Ο ελεύθερος στίχος διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο του φυσικού, επειδή η μέθοδος με την οποία αναπτύσσεται είναι «οργανική»· ο μορφικός στίχος, επειδή έχει τις καταβολές του στην ανθρώπινη φυσιολογία και παρουσιάζει ομοιότητες με δομές της φύσης… H περίτεχνη συμμετρία και μαθηματική ακρίβεια των παραδοσιακών μορφών είναι, με τον τρόπο της, εξίσου «φυσική» με την οργανική μορφή του ελεύθερου στίχου. Αν μια μορφή στα μάτια μας φαντάζει τεχνητή, ας αναλογιστούμε ότι το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για κάθε άλλη μορφή στη φύση.

Την ίδια πάνω κάτω περίοδο στην Ευρώπη, ο Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ, ο δημοφιλέστερος Γερμανός ποιητής του καιρού μας, θα αναλάβει την υπεράσπιση της ομοιοκαταληξίας απέναντι στις αιτιάσεις ότι η χρήση της υποθάλπει την επανάληψη και την κοινοτοπία:


«Ο πρώτος που –αιώνες πριν!– έπλεξε ομοιοκαταληξία με τις λέξεις Herz και Schmerz ήταν ιδιοφυΐα. Ο χιλιοστός που τον μιμείται δεν είναι παρά κρετίνος.» Έτσι αποφαινόταν ο Άρνο Χολτς, γύρω στα 1890. Λάθος, μεγάλο λάθος! Ο πρώτος που έβαλε το Herz να ομοιοκαταληκτήσει με το Schmerz ήταν άνθρωπος δίχως άλλο τακτικός και εύστροφος, ο εκατομμυριοστός όμως που θα τα καταφέρει να ζευγαρώσει σε μια ρίμα τις δυο αυτές λέξεις με τρόπο πειστικό, τερπνό ή και απλώς αβίαστο, θα είναι ιδιοφυΐα.


.



ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, όπως είναι γνωστό, «μανιφέστο» της επανεμφάνισης των παραδοσιακών μορφών θεωρήθηκε η έκδοση το 1991 του Τριωδίου, μιας συλλογής με τρεις όλες κι όλες μπαλάντες γραμμένες από τον Διονύση Καψάλη, τον Γιώργο Κοροπούλη και τον Ηλία Λάγιο. Δύο χρόνια αργότερα οι ίδιοι, με τη συνέργεια αυτή τη φορά και του Μιχάλη Γκανά, θα εκδώσουν την Ανθοδέσμη, μια συναγωγή «Ποιημάτων και τραγουδιών για μια νύχτα». Στο έργο των δημιουργών τους, η θέση των δύο αυτών βιβλίων είναι μάλλον δευτερεύουσα και πάντως όχι αντιπροσωπευτική. Ως συλλογική χειρονομία ωστόσο δεν μπορούν να υποτιμηθούν, αφού στην απήχησή τους πιστώνεται εν πολλοίς το ότι η έμμετρη γραφή έπαψε έκτοτε να αποτελεί ταμπού.

Βεβαίως, και στην Ελλάδα η στροφή προς την συστηματικότερη καλλιέργεια του έμμετρου στίχου είναι αρκετά παλαιότερη, αφού τα πρώτα σχετικά δείγματα γραφής ανατρέχουν στη δεκαετία του ’80. Στο σημείο αυτό, μια παρέκβαση είναι ίσως αναγκαία. Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι παραδοσιακές μορφές δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ εντελώς στην ελληνική ποίηση του Μεταπολέμου, αφού τις συναντούμε σποραδικά στο έργο αρκετών, νεωτερικών κατά τ’ άλλα στην τεχνοτροπία τους, ποιητών όλη αυτήν την περίοδο έως την δεκαετία του ’80. Πρόχειρα αναφέρω τους Άρη Δικταίο, Κλείτο Κύρου, Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, Βύρωνα Λεοντάρη, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, αλλά και τον «Μανούσο Φάσση» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση του Αναγνωστάκη/Φάσση, που είναι ιδιαίτερη αν όχι και προδρομική, έχουμε να κάνουμε ως επί το πολύ με απλές επιβιώσεις της κλασσικής μετρικής, που ως τέτοιες δεν αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του ελεύθερου στίχου, ούτε υπαινίσσονται ότι αυτός έχει περιπέσει σε κρίση. Αντίθετα, αρκετοί από τους ποιητές της τελευταίας εικοσιπενταετίας που στράφηκαν προς την παραδοσιακή μετρική ή δανείστηκαν στοιχεία της, παρακινήθηκαν στο εγχείρημά τους αυτό ακριβώς από τη διάγνωση της εκφραστικής κρίσης του ελεύθερου στίχου και την επιθυμία τους να την υπερβούν. Η περίπτωση του Νάσου Βαγενά (Σκοτεινές μπαλάντες, 2001) είναι εδώ ενδεικτική.

Με την έννοια αυτή, απώτερο προανάκρουσμα του νεοφορμαλισμού στην Ελλάδα θα μπορούσε να θεωρηθεί η Παρτούζα του Νίκου Φωκά που πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας στα 1981. Κι αυτό διότι τόσο η κριτική που ο Φωκάς ασκεί στη σύγχρονη ποίηση με τα όσα προεισαγωγικά παραθέτει, όσο και η έμπρακτη διέξοδος που προτείνει, συμπίπτουν κατά βάση με την κριτική και το πρόγραμμα των νεοφορμαλιστών. Οι πρώτοι δεκαπεντασύλλαβοι αυτού του εκτενούς αφηγηματικού ποιήματος, γράφει ο Φωκάς, προέκυψαν ως «αντίδραση στη μιμητικότητα, την εγκεφαλικότητα και τον κομφορμισμό του μεγαλύτερου μέρους της σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής». Και συμπληρώνει:


Στον αγώνα μου με τις λέξεις… απέκλεισα όλες τις σύγχρονες πρακτικές: την αφαίρεση, την αραίωση, την υπαινικτικότητα, την αποσπασματικότητα, σε συνδυασμό με μια ιδεαλιστική έφεση για αθώωση ή εξηρωϊσμό μιας πρωταρχικά υπανθρώπινης ύλης από την οποία –αλίμονο– συνίσταται ο άνθρωπος. Πρέπει ακόμα να προσθέσω πως διασκέδαζα γράφοντάς το, ένα ποίημα τόσο αντιρητορικό, αντιδιδακτικό, αντισοβαροφανές και προπάντων τόσο φρικτά κατανοητό.


.

ΣΗΜΕΡΑ, ΤΡΕΙΣ ΣΧΕΔΟΝ δεκαετίες μετά τις παρατηρήσεις του Φωκά, μια ματιά στο τοπίο της ελληνικής ποίησης πείθει ότι ο έμμετρος λόγος έχει ξαναπιάσει βαθιές ρίζες. Μολονότι ο ελεύθερος στίχος εξακολουθεί να δεσπόζει και μολονότι οι ποιητές που γράφουν αποκλειστικά με μέτρο και ρίμα είναι συγκριτικά λίγοι, ολοένα περισσότεροι είναι οι ποιητές όλων των ηλικιών που ανακαλύπτουν για λογαριασμό τους τις δυνατότητες του παραδοσιακού στίχου και τον εντάσσουν στο εκφραστικό τους ρεπερτόριο. Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η έμμετρη και ομοιοκατάληκτη γραφή μεταξύ των νεότερων ή και νεότατων ποιητών, και μάλιστα αυτών που δημοσιεύουν στο Διαδίκτυο. Δεν λείπουν όμως και περιπτώσεις παλαιότερων δημιουργών που στράφηκαν με επιτυχία στις παραδοσιακότερες μορφές, κάποιοι μάλιστα έδωσαν το καλύτερο μέρος του έργου τους μετά τη στροφή τους αυτή.

Την ίδια στιγμή, είναι βεβαίως φανερό ότι ο αμιγής νεοφορμαλισμός έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια μορφική πολυμέρεια, σ’ έναν multiformalism, όπως αποκλήθηκε προσφυώς, που κείται επέκεινα τόσο της μονοκαλλιέργειας του νεωτερικού ελεύθερου στίχου όσο και της αυστηρά κλασσικής μετρικής. Μένει βεβαίως το ερώτημα αν αυτού του είδους η συνύπαρξη αποτελεί ουσιαστική σύνθεση ή αν είναι μια απλή παιγνιώδης συμπαρεύρεση, ένα ακόμη δείγμα μεταμοντέρνου εκλεκτικισμού. Ωστόσο, το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί γενικά, αλλά θα απαιτούσε την εξέταση του έργου καθενός ποιητή ατομικά. Έτσι, για μια μερίδα των ποιητών που εργάζονται με τις μορφές της κλασσικής στιχουργίας, η επιλογή τους αυτή δεν φαίνεται να συγκρούεται με την καινοθηρική λογική του μοντερνισμού, αλλά αντιθέτως να την προεκτείνει. Απλώς, η επιδίωξη της πρωτοτυπίας, μη έχοντας πλέον ζωτικό χώρο να εκδηλωθεί στο πεδίο του καθ’ αυτό ελεύθερου στίχου, εισέρχεται και στην επικράτεια του παραδοσιακού, ενώ οι θιασώτες της καταφεύγουν πλέον σε άλλα μέσα σκανδαλισμού του αναγνώστη, αυτή τη φορά στην πρόκληση του «αναχρονισμού». Οι πολυσυζητημένες Vidas improbables (1995) του Ισπανού Φελίπε Μπενίτεθ Ρέγες λ.χ., θα μπορούσαν ίσως να ενταχθούν σ’ αυτήν την κατηγορία. Καθώς συντίθενται από ποιήματα γραμμένα σε όλες σχεδόν τις τεχνοτροπίες, από το σονέτο ώς την «νεοπρωτοπορία», συνιστούν μάλλον ειρωνικό σχόλιο για τη σημερινή conditio poetica, παρά θετική πρόταση που αποβλέπει στην υπέρβασή της.


.

Αντιθέτως, για τους συγγραφείς που συνδιαμόρφωσαν τις βασικές θέσεις του νεοφορμαλισμού τη δεκαετία του ’80, το αίτημα της επιστροφής στο μέτρο και την ομοιοκαταληξία έχει ασφαλώς πολύ βαθύτερο περιεχόμενο. Κατά τη γνώμη τους, ο μοντερνισμός, η ακραία εξατομίκευση της καλλιτεχνικής μορφής δηλαδή, και η συναφής απόρριψη στο όνομα της ελευθερίας του καλλιτέχνη της όποιας μορφικής δέσμευσης, έχουν οδηγήσει την ποιητική γλώσσα στον κατακερματισμό – σε μια πανσπερμία προσωπικών ιδιωμάτων, χωρίς τίποτα κοινό μεταξύ τους. Το πλήθος των ιδιωμάτων αυτών –και η ραγδαία εναλλαγή τους στο προσκήνιο της δημοσιότητας– υπερβαίνει κατά πολύ τη δυνατότητα του κοινού να τα προσεγγίσει και να τα αφομοιώσει, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι συχνά έχουμε να κάνουμε με τρόπους γραφής ερμητικούς και κατάφορτους με λόγια ή και σχολαστικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης κοινωνική απαξίωση της ποίησης, ο αυτοεγκλεισμός της στα τείχη μιας κλειστής συντεχνίας. Απέναντι σ’ αυτόν τον γενικευμένο σολιψισμό, όπου όλοι γράφουν για λογαριασμό τους αδιαφορώντας επιδεικτικά για το τι γράφουν οι άλλοι δίπλα τους, πόσω μάλλον για τις προτιμήσεις ή τις αντοχές του κοινού, η επάνοδος σε μορφές έκφρασης «δοσμένες», τουτέστιν λιγότερο υποκειμενικές, είναι μονόδρομος.

Για τους ποιητές αυτής της γραμμής, το ζητούμενο δεν είναι λοιπόν η πρόταξη ενός ακόμη αισθητικού προγράμματος, η ανάδειξη ενός ακόμη λογοτεχνικού κινήματος. Αλλά η δημιουργία εκ νέου μιας πραγματικά κοινής ποιητικής γλώσσας, ικανής να συναιρέσει τα γονιμότερα στοιχεία της παραδοσιακής μορφοπλασίας με αυτά της νεωτερικής. Μιας γλώσσας ευρύχωρης μεν αλλά όχι χαώδους, δυναμικής αλλά όχι άναρχης. Σ’ αυτή τους την επιδίωξη, οι νεοφορμαλιστές συναντώνται με τους προβληματισμούς όλων εκείνων όσοι διατύπωσαν ανάλογα αιτήματα στο πεδίο των λοιπών τεχνών αλλά και των κοινωνικών επιστημών τις τελευταίες δεκαετίες. Η αναβίωση της παραστατικότητας στη ζωγραφική και τη γλυπτική, η στροφή προς τη χρήση παραδοσιακών μορφών στη μουσική και την αρχιτεκτονική, το εγχείρημα να ανασυνδεθεί η ιστοριογραφία με την τέρψη της αφήγησης, η κίνηση για έναν νέο ανθρωποκεντρισμό στα κλασσικά γράμματα και τις φιλολογικές σπουδές είναι μερικά μόνο από τα αιτήματα αυτά.


.

ΕΙΔΑΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΡΕΥΜΑ του νεοφορμαλισμού, με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, μετράει ήδη δυόμισι τουλάχιστον δεκαετίες ζωής. Ο χώρος δεν επαρκεί για έναν εκτενή απολογισμό. Ανεξαρτήτως πάντως από το πώς κρίνει κανείς τις προγραμματικές τους προθέσεις, θεωρώ ότι οι νεοφορμαλιστές συνέβαλαν αποφασιστικά στην αναζωογόνηση του ποιητικού λόγου, αλλά και στην άνοδο της ποιότητας του αναστοχασμού των ποιητών για τη θέση της τέχνης τους στον σύγχρονο κόσμο. Βιβλία όπως ο Κρότος του χρόνου του Δ. Καψάλη, για να αναφέρω ένα εντελώς πρόσφατο παράδειγμα, ανήκουν στα ευτυχέστερα, τα πιο ολοκληρωμένα βιβλία όχι μόνο της έμμετρης αλλά εν γένει της ελληνικής ποίησης των τελευταίων ετών. Και η παλαιότερη συλλογή δοκιμίων του ιδίου Τα μέτρα και τα σταθμά (1998) περιέχει μερικά από τα καλύτερα κείμενα που διαθέτουμε στη γλώσσα μας για τον λυρισμό.

Όμως πέρα από τη θετική επίρροια που οι ιδέες του νεοφορμαλισμού άσκησαν στην εξέλιξη του ενός ή του άλλου ποιητή, στην ευεργετική του απήχηση πρέπει να προσγράψουμε και μια σειρά άλλες εξελίξεις που πλούτισαν την ελληνική ποίηση τα τελευταία χρόνια. Σ’ αυτές καταλέγω την αναγέννηση της σάτιρας και της παρωδίας, τις οποίες για λόγους ευνόητους η νεωτερική ποίηση είχε παραμελήσει – ως γνωστόν, η ποιητική σάτιρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εκφραστικές δυνατότητες της παραδοσιακής μετρικής. Και ακόμη, την ανασύνδεση της ποίησης με τη φυσική κοίτη του τραγουδιού και την απόπειρα να καλλιεργηθούν εκ νέου σημαντικά είδη, όπως η παιδική και η αφηγηματική ποίηση, που έως πρότινος είχαν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί.

Και η γόνιμη επίδραση του νεοφορμαλισμού δεν εξαντλείται εδώ. Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της λογοτεχνίας του παρελθόντος, η ανάκαμψη του έμμετρου λόγου στη σύγχρονη ποίηση οδήγησε με σταθερά βήματα στην ανατίμηση και της προνεωτερικής ελληνικής ποίησης. Η ανάσυρση από τη λήθη ποιητών σημαντικών όπως ο Άγρας, ο Μαλακάσης, ο Γρυπάρης, η δυναμική επάνοδος στο επίκεντρο του εκδοτικού και του κριτικού ενδιαφέροντος μεγεθών όπως του Παλαμά και του Σικελιανού, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εξοικείωση των σημερινών αναγνωστών, ποιητών και κριτικών με τις παραδοσιακές μορφές, που μεσολάβησε. Στον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης, η ανάκαμψη του έμμετρου λόγου μάς επέτρεψε να δούμε τα έργα αρκετών κλασσικών συγγραφέων με βλέμμα απαλλαγμένο επιτέλους από το άγχος της κυριολεξίας και της κατά λέξιν απόδοσης, που κατατρύχει το μεγαλύτερο μέρος των ποιητικών μεταφράσεων του μοντερνισμού. Για να μνημονεύσω δύο μόνο από τις σπουδαίες έμμετρες μεταφράσεις των τελευταίων ετών, ούτε ο Οβίδιος του Θ. Παπαγγελή (Ερωτική τέχνη, 2000), ούτε ο Καλδερόν του Ν. Χατζόπουλου (Η ζωή είναι όνειρο, 2003), θα ήταν νοητοί έξω από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιούργησε η νεοφορμαλιστική στροφή.

Last but not least, όπως πολλά παραδείγματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό καταδεικνύουν, η αναπάντεχη συνεύρεση της έμμετρης γραφής με το Διαδίκτυο –μιας μακραίωνης στιχουργικής παράδοσης από τη μια πλευρά, και ενός εντελώς νέου τεχνολογικού μέσου από την άλλη– φαίνεται να καθιστά και πάλι εφικτό ό,τι γενιές και γενιές ποιητών είχαν μάθει να πιστεύουν ανέφικτο: την άμεση και απρόσκοπτη επικοινωνία της τέχνης τους με ένα νέο, και νεανικότερο, κοινό.


Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, τχ. 44, Ιούνιος 2008


.

.

2 Σχόλια “ — Για την Αναβίωση των Παραδοσιακών Μορφών”


  1. Θαυμάσιο!
    Ευχές για συνέχεια

Σχολιάστε