***

Ποιος με κοιτάει; ξυπνάει μέσα στο χνούδι μου ένα ρίγος
και του πουλιού είμαι η χόρταση στην αντηλιά
μες στη σιωπή μου αρχίζει η ανθοβολή και ο τρύγος
κι ο καρπός δένει στην ελιά.

Καμπύλο είναι το βλέμμα μου τ’ άστρο με τ’ άστρο ως δένει
και τ’ όνειρό μου μαγνητίζει φωτεινές τροχιές
είναι η φωνή μου με το ηλιόκαμα ζευγαρωμένη
κι ό,τι μου δίνει η κάψα μού το παίρνουν οι βροχές.

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; το μυστικό είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

* * *

Όλες οι αισθήσεις μου μαζί στον ήλιο αεροτρεμίζουν
σαν φύλλα που στο πέταγμά του τράνταξε ο ερωδιός
άρπα μονόχορδη το σώμα μου το φωτοαγγίζουν
τα ρημαγμένα ουρανοδάχτυλα της Ηώς.

* * *

Πέτα όπου θες, τι τά ’χεις τα νιοφύτρωτα φτερά
κι εντός σου έχεις τη δύναμη για να σηκώσεις και όρη
σ’ αγκάθια και σε βάτα μέσα αστραφτερά
γίγαντα η μέρα από ψηλά σ’ εκυοφόρει.

Νά ’σαι της νύχτας —ρώταγε η ερωτοδότρα αυγή—
νά ’σαι της νύχτας το ένστικτο κι η αγρύπνια;
κι αν η ψυχή σου λαχταράει μ’ ένα άσμα σου να βγει,
σαν Ενδυμίωνα σού ’δωσαν για θάνατο τα ενύπνια.

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; Το μυστικό είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

* * *

Είπα δεν έχω πια φωνή κι ούτε με φύτεψε ον
είναι σαν να με γέννησαν ερωτοανάσες θεών.

Ο καθείς έχει δυο φτερά για να πετά εδώ κάτου
ο θεός εχτές που τά ’δωκε τα θέλει αύριο δικά του.

Όσο πετάω και τραγουδώ ποτέ δεν θα πεθάνω
κι όλα αν αλλάζουν γύρω μου, εγώ στο δέντρο επάνω

θά ’μαι μονάχα μια φωνή στη φύση που απεκρίθη
ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη.

Νεβρόπολις Ταυρωπού
Καλοκαίρι 1984

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Στέφανος Πάσχος, Γυμνό, αναλογική λήψη και επεξεργασία, 1986

***

Σαν ρόδι που έσκασε κι έπεσε απ’ τη ροδιά
τα λόγια μου είναι τα σπυριά του που έχουνε σκορπίσει
σπίνοι μυρμήγκια σκώληκες κι ότι προστάζει η μυρωδιά
ζητούν από το θάνατο το αθάνατο μεθύσι.

«Ποιος είσαι;» τις χιλιάκουγα να με ρωτούν φωνές
μα έσβηνε κι όλο μού έσβηνε η φωνή μου ν’ απαντήσει
μόνο το φως σου έβλεπε το μάτι μου απλανές
που τύλιγε το σάπιο μου κορμί για να το ντύσει

μα εκείνο βόγκαε μέσα του να γίνει ένα τζιτζίκι
κι από τα μάτια της θεάς στα δέντρα έχει κρυφτεί,
αμέριμνο όπως κάθεται σε ταπεινό ένα ρείκι
ακούγεται στον πλάτανο ή σε μια ιτιά σκυφτή.

Τα μάτια του είναι αμέτρητα τη ροδαυγή ως κοιτάζουν
κι έχει μια διάφανη κοιλιά που τρέμει μες στο φως
και διαμαντένια της Ηώς τα μάτια δάκρυα στάζουν
μα αθέατο μένει κι άπιαστο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Στέφανος Πάσχος, Γυμνό, αναλογική λήψη και επεξεργασία, 1997

***

Όλα τα ρυάκια τις βροχές τα νέχταρά σου φύση
τα ζαρωμένα μάτια μου στο φως έχουν ρουφήσει.

Μια σε κοιτάζω μέσα μου και μια σε βρίσκω απ’ έξω
στο κάλεσμα του μυστικού σου είμαι έτοιμος να τρέξω

με αδύναμα νεφρά καρδιά και με κομμένα μέλη
και με τη μνήμη ολόξερη κερήθρα δίχως μέλι.

Μα ολόστεγνο προτού βρεθώ κουφάρι το χειμώνα
το κορμί βόγκαε μέσα του βαριά κι ανυπομόνα’

να γίνουν διάφανα φτερά τό ’να και τ’ άλλο χέρι
και τζίτζικας να τραγουδάω μόνο ένα καλοκαίρι.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Στέφανος Πάσχος, Γυμνό, αναλογική λήψη και επεξεργασία, 1997

***

Βαθιά σου αντιζυγιάζεται το νάτριο με το χλώριο
σταλαγματιά αστροθάλασσας φωτιάς πολλοστημόριο.

Ω νά ’κουγες το στρόβιλο της αρμονίας των ιόντων
κραύγαζε μες στη δίψα σου το μυστικό των όντων.

Το κάλιο δίνει στη φωτιά τη λάμψη, το μαγνήσιο
κάμνει να δείχνει πιο όμορφο το ψεύτικο απ’ το γνήσιο

κι ο άνθρακας ψευδάργυρους σμίγει ν’ αναμετρήσει
τη ρίζα από το φύλλωμα το σύννεφο απ’ τη βρύση.

Σαν το άστρο, τό ’χεις μέσα σου που θα σε τρώει το στόμα
τα γηρατειά αντιμάχονται τις στάχτες και το χώμα

κι ακόμη στων καλοκαιριών τη φλόγινη ανυδρία
στάλα τη στάλα μέσα σου σε ξεδιψάει μια υδρία

και κάτι από τα σπλάχνα σου φτερό πάει να φυτρώσει
φτερό διπλό σε φτερωτό να σε μεταμορφώσει.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Στέφανος Πάσχος, Γυμνό, αναλογική λήψη και επεξεργασία, 1997

***

Ψάξε το σώμα σου, άκουσα από μέσα να μου λέει
ο αντίλαλος που χάθηκε απ’ το μάτι του Πανός
τα γερασμένα χέρια και τα πόδια σου τα καίει
χωρίς να τ’ αφανίζει η αργή φωτιά του μηδενός.

Πίσω απ’ την αίσθηση μονιάζει ο χρόνος πλάι στο χέρι
που και στον τάφο φλέγεται από χάδι ερωτικό
σώμα μου αστράφτεις το ίδιο κάθε νύχτα ή μεσημέρι
στης Ηώς τα μάτια ως ξαναλάμπεις νεανικό.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Θοδωρής Δασκαλάκης, La rivoluzione siamo noi III, 2008

*

***

Ποιος κλαίει πικρά, ποιος τους κινδύνους του αποβάλλει
και σερπετά τα λόγια του δαγκώνουν την ουρά τους;
έχω μια λάμψη ανόλεθρη κρυμμένη στο κεφάλι
στον ήλιο είμαι ένα δέντρο με καρπούς αοράτους.

Μαθαίνω το αύριο μου στο φως όσο με τρώει
κι όσο με θάβουν χρώματα και φέγγη θηλυκά
οι αισθήσεις μου χορεύουν σε ύψη, μυστικοί θρόοι
μού ’ρχονται και αναλύομαι σε ουρανικά υλικά.

Ποιος κλαίει πικρά; τα λόγια είναι πηγάδια, η στέγνια
το φίδι η αράχνη και η τσουκνίδα που τα κατοικούν,
η ροδοπέταλη μορφή η άγρια Ερινύς και η έγνοια
η μια την άλλη δεν ακούν.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Θοδωρής Δασκαλάκης, Πρώτο Λεμόνι, 2008

***

με κάτι μέσα μου ένας τζίτζικας με δένει
Δ.Π.Π. (1941) 

Το μάτι αυτό το αράγιστο το διπλό μάτι
ό,τι κοιτάξει μες στο φως το πυρπολεί
δες με, της λέω, αν είσ’ εσύ το χέρι του υπνοβάτη
κι εγώ η ματιά που σε ονειροπολεί

τα σκόρπια μες στη μνήμη οστά σου συναρθρώνει
και ξαναπιάνομαι κρυφό βαθιά σου φως
κι είσαι το δέντρο που ψηλά ή στη γη φυτρώνει
κι εγώ το αρχαίο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

Αιώνιος μισοαθάνατος όσο γερνάω συ μένεις
κορίτσι δεκαοχτάχρονο που μ’ έχεις στην κοιλιά
ούτε είμαι γιος σου ούτ’ έχεις πια το χέρι αγαπημένης
για τ’ όλο ζάρες σώμα μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Θοδωρής Δασκαλάκης, χωρίς τίτλο, 2011

ΛΑΓΙΟΣ

Λένε πως πέθανες στ’ αστεία
–το πιο βαρύ απ’ τα κρίματά σου–
μα είδα χτες τα Άπαντά σου
να φιγουράρουν στην Εστία.

Τιμές και δόξα νομπελίστα
σου επεφύλαξαν οι κλίκες
αφού εγκαίρως εσύ βγήκες
από των ζωντανών τη λίστα.

Τώρα, σηκώνοντας το γάντι,
σου γράφω εγώ ένα σονέττο
που έχει λειψές τις συλλαβές του.

Κι αν δεις τον Καρυωτάκη πες του:
«Είμαι πουλάκι μεθυσμένο
μες στον Παράδεισο του Δάντη».

 
Πηγή:
blog.sofiakolotourou.gr, 2013

Εικονογράφηση:
Γιάννης Στεφανάκις, Ηλίας Λάγιος, σχέδιο με μολύβι

Yesenin3

*****************************************************************************
Του χωριού στερνός ποιητής, και κουβαλώ
τα τραγούδια μου τ’ απλά σ’ αυτό το χώμα·
των αγίων το εικονοστάσι προσκυνώ·
σαν κερί αναμμένο λιώνει μου το σώμα.

Στο ρολόι του φεγγαριού, βραχνοί, βραχνοί,
όταν δώδεκα αυστηροί σημάνουν χτύποι,
τον Μεσσία θαϊδώ που ορθός θ’ αναφανεί
στο γαλάζιο, εκεί στο βάθος, ανθοκήπι.

Και το χέρι του από σίδερο σκληρό
το σανό των τραγουδιών μου θα θερίσει,
και τους σπόρους μου, που μόνο στον αγρό
θα μπορούσαν να βλαστήσουν, θ’ αφανίσει.

Τότε, στάχυα κι άλογά μου, θλιβερά
θα καλούν αυτόν που λείπει πέρα, πέρα
και το κλάμα τους θα χύνεται βουερά
και θα σβήνει μες στα ουρλιάγματα του αγέρα.

——————————-

Όχι φωνές, πικρίες και κλάματα.
Αντίο, μηλιές πούχα αγαπήσει·
μ’ άγγιξε κιόλας το φθινόπωρο
κι η νιότη απόμακρα έχει σβήσει.

Τα καρδιοχτύπια, πάει, περάσανε·
ναι, λίγη ψύχρα – η πρώτη. Το ίσο
χαλί των χωραφιών που αγάπησα
γυμνόποδος δεν θα πατήσω.

Αντίο, ωραίες περιπλανήσεις μου,
των αισθημάτων μου άγρια δάση·
νιότη τρελλή που τα τραγούδια μου
παράφορα είχες λαμπαδιάσει.

Κανένα πια τρανό λαχτάρισμα·
μη και μες στ’ όνειρο έχω ζήσει:
Καβάλλα σ’ ένα ρόδινο άλογο
μια χαραυγή έχω διασχίσει.

Φύλλα από μαυρισμένο μέταλλο
σπορπάει τριγύρω το σφεντάνι.
Ευλογημένο ας είναι ό,τι άνθησε
πάνω στη γη και θα πεθάνει.

Πηγή:
Σεργκέη Γεσένιν, Ποιήματα, 1981

img

***

Κοιτάξτε! Μια χοροεσπερίδα
στα έρημα κι έσχατα τα χρόνια!
Πλήθος αγγέλων πεπλοφόρο
και φτερωτό, κλαίοντας αιώνια,
στο θέατρο κάθονται να δούνε
φόβων κι ελπίδων κάποιο δράμα,
ενώ μια ουράνια μελωδία
η ορχήστρα παίζει κάτω αντάμα.

Σαν τον Θεό ντυμένοι μίμοι
σιγομιλούν και ψιθυρίζουν,
απλά νευρόσπαστα που τώρα
δώθε κι εκείθε φτερουγίζουν.
Όντα χωρίς μορφή τεράστια
αυτά τ’ ανδρείκελα προστάζουν
κι όταν χτυπούνε τα φτερά τους
απρόοπτες συμφορές τ’αρπάζουν.

Το ποικιλόχρωμο αυτό δράμα
κανένας δεν θα το ξεχάσει −
το φάντασμα που το διώκουν
(μα ο κυνηγός δεν θα το πιάσει)
γύρω στον κύκλο που επιστρέφει
ξανά στο ίδιο το σημείο.
Τρέλα και τρόμος κι αγωνία
του έργου αυτού είναι το στοιχείο.

Μα μες στη χλαλοή των μίμων
κάποιον παρείσακτο θα δεις:
ένα ματοβαμμένο πράγμα
από τα βάθη της σκηνής.
Και με θανάσιμες οδύνες
οι μίμοι γίνονται βορά του −
οι αγγέλοι κλαιν που ανθρώπου αίμα
στάζουν τα δόντια τα δικά του.

Μεμιάς τα φώτα σβήνουν όλα.
Πάνω από κάθε μια μορφή,
που τρέμει, λες καθώς σουδάρι
η αυλαία πέφτει ορμητική.
Σηκώνονται και λεν πως είδαν
κάτωχροι οι αγγέλοι δυστυχείς
την τραγωδία «Άνθρωπος», που είναι
ο σκώληξ πρωταγωνιστής.

Πηγή:
Ποιήματα, Τα Ανάλεκτα, 2015

παστερνακ

*****************************************************************************************************************************

Δέξου στο στήθος τα φιλήματα βροχή!
Το καλοκαίρι ίσως για λίγο κελαρύσει·
απ’ τη βαθεία νύχτα μ’ αντλία θα ηχεί
το ακορντεόν, ωσότου η δίψα το εξαντλήσει.

Φριχτά μαντέματα λεν για τα γηρατειά:
Το κύμα, λεν, αφρούς στ’ αστέρια δεν θα υψώνει.
Χωρίς χαμόγελο η χλόη, τα νερά
χωρίς καρδιάς παλμό, χωρίς Θεό οι κλώνοι.

Ν’ αφρίσουν όλα. Κέντα τώρα την ψυχή!
Το μεσημέρι αυτό θα καίει για αιώνες.
Εκεί, η σκέψη σαν δροσιά θα εξατμιστεί
σ’ αχνό από σύννεφα, πουλιά, πευκοβελόνες.

Εκεί, τα τραμ της πόλης αίφνης σταματούν.
Πιο πέρα – πεύκα παν. Πιο πέρα – δίχως τραίνα.
Πιο πέρα – είναι Κυριακή. να καλυφθούν
τρέχουν τα ξέφωτα με χόρτα μουσκεμένα.

Να σκορπά βόλτες, μεσημέρια και γιορτές:
Τον κόσμο πάντα έτσι το δάσος τον γνωρίζει.
Έτσι τον θέλησαν οι λόχμες κι οι μυρτιές,
έτσι απ’ τα σύννεφα κυλά – και μας δροσίζει.

Πηγή:
Αισθηματικές Ιστορίες 3. ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ: Ρήξη -θέμα και παραλλαγές-

out of; (c) Royal Shakespeare Company Collection; Supplied by The Public Catalogue Foundation

XXVI.

Άρχοντα της αγάπης μου, που υπήκοό σου
το σεβασμό μου η αξία σου δεσμεύει,
αυτές τις έγγραφες πρεσβείες δεξιώσου,
που δεν κομίζουν ευφυΐα αλλά σέβη.

Και σέβας τόσο, που το πνεύμα μου, λιτό,
το απογυμνώνει, μη μπορώντας να το εκφράσει,
μα μες στη σκέψη της ψυχής σου ευελπιστώ
πως μια σου εύνοια γυμνό θα το στεγάσει.

Ωσότου τ’ άστρο που το βήμα μου οδηγεί
μες στη ζωή μου αγαθό επιφοιτήσει
και μου ευπρεπίσει τη ρακένδυτη στοργή

και στη ματιά σου επαξίως με συστήσει.
Τότε δημόσια την αγάπη μου θα δείξω·
μα μέχρι τότε θα λανθάνω, μη σε θίξω.

*************************************************************************************************************************************
XXX.

Όταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν
οι λογισμοί και συγκαλώ τα περασμένα,
αναστενάζω μ’ όσα χάθηκαν για μένα,
παλιά μου πάθη αγαπημένα που λιμνάζουν.

Βρύση τ’ αδάκρυτα κυλούν για κάποιο φίλο
στο αχρονολόγητο σκοτάδι του θανάτου,
άκυρο έρωτα καλώ με τ’ όνομά του,
κλαίω τον σπάταλο Καιρό και πάλι οφείλω.

Κι όλο λυπούμαι κάποια λύπη που ‘χει εκλείψει,
πόνο τον πόνο μου ξανά εξιστορώ
την προγενέστερη που μ’ έθλιψε την θλίψη,

που την πληρώνω κι όμως πάντα υστερώ.
Μα τότε η σκέψη μου γεμίζει από σένα,
κι όλα τα πάθη αναιρείς και τα χαμένα.

Πηγή:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 25 Σονέτα

images (3)

VIII.

Εσύ που είσαι μουσική, γιατί θλιμμένα
τη μουσική ακούς; Η χάρη με τη χάρη
κι η γλύκα με τη γλύκα χαίρονται. Κι εσένα
της ηδονής η θλίψη σ’ έχει συνεπάρει;

Ενώσεις ήχων μιας πνοής συγκερασμένης,
κι αν σε προσβάλλει η λεπτή τους αρμονία,
μόνο γλυκά σε αποπαίρνουν, που σημαίνεις
όλα τα μέρη σου σε μια μονοτονία.

Τι αμοιβαία γλύκα χύνουν στον αέρα,
κι η μια χορδή την άλλη δίπλα της δονεί·
όπως πατέρας, γιος και άσμενη μητέρα,

που όλοι ένας, τραγουδούν σαν μια φωνή.
Άρρητος ήχος πολλαπλός και μοιάζει ένας,
σα να σου λέει, «μόνος, γίνεσαι κανένας».

******************************************************************************************************************************
XVIII.

Πώς να σε πω – καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία·
γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.

Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός
και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,
κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός
την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.

Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι
κι η ομορφιά σου δεν θ’ απαλλοτριωθεί,
δεν θα επαίρεται ο Άδης πως σε ξέρει

καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.
Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν
σ’ αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.

Πηγή:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 25 Σονέτα

images (2)

V.

Αυτές οι ώρες που με αργή χειροτεχνία
έπλασαν πρόσωπο στα μάτια να μαγεύει,
άγος του έργου τους θα γίνουν, τυραννία,
να καταλύσουν ό,τι όμορφα πρωτεύει.

Γιατί ο χρόνος ακατάβλητος κυλά,
σέρνει το θέρος σε χειμώνα, και παγώνουν
χυμοί που έσφυζαν και φύλλα σφριγηλά,
στην ομορφιά χιονίζει, κι όλα ερημώνουν.

Κι αν δεν απέμεινε του θέρους λίγη φύση
αποσταγμένη στο γυαλί, υγρός δεσμώτης,
η ομορφιά με τις μορφές της θα ‘χε σβήσει,

τίποτε πια να μη θυμίζει τ’ όνειρό της.
Το αποσταγμένο άνθος μέσα στο χειμώνα
κρατά τη γλύκα του κι ας χάνει την εικόνα.

******************************************************************************************************************************
VI.

Πριν σ’ αποστάξουν, μην αφήνεις ν’ αφανίσει
τέτοιος τραχύς χειμώνας μέσα σου το θέρος.
Χύσε τη γλύκα σου, να μην αυτοκτονήσει,
να πιάσει τόπο η ομορφιά σε κάποιο μέρος.

Δεν αδικεί όποιος δανείζει τοκισμένα,
όταν ο τόκος βρίσκει πρόθυμο τον άλλον·
κι εσύ αν βγάλεις από σένα κι άλλον ένα,
κι ένα προς δέκα να γινόταν, πόσο μάλλον.

Στο δεκαπλάσιο το ευτύχημά σου, όταν
φέρουν κι οι δέκα τη δική σου την εικόνα
κι αυτός ο θάνατος τι πείραζε να ερχόταν,

εάν τη φύση σου αφήσει στον αιώνα;
Μη διατεθείς, λοιπόν, ανένδοτος ακόμα,
θανάτου λάφυρο λαμπρό, σκωλήκων βρώμα.

Πηγή:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 25 Σονέτα

images (1)

ΙΙΙ.
Δες στο καθρέφτη σου και πες, ήρθε η ώρα
αυτό το πρόσωπο σε άλλο να το δεις·
κι αν δεν φρεσκάρεις τη δροσιά σου από τώρα,
τον κόσμο εμπαίζεις, μια μητέρα καταργείς.
Ποια η ωραία που σε μήτρα χερσωμένη
δεν θα σε ήθελε δικό της γεωργό;
Ποιος, άφρων, μέσα του θ’ αφήσει να πεθαίνει
σε τάφο αυτάρεσκο το γένος του αργό;
Είσαι καθρέφτης της μητέρας σου, κι εκείνη
βλέπει σ’ εσένα της ζωής της τον Απρίλη·
κι απ’ τα παράθυρα του βίου σου που σβήνει
η τωρινή σου λάμψη πάλι θ’ ανατείλει.
Όμως αν ζήσεις για να ξεχαστείς, θυμήσου:
πεθαίνεις μόνος και πεθαίνει κι η μορφή σου. 
*********************************************************************************************************************************
IV.
Άσωτα όμορφος, γιατί να σπαταλήσεις
στον εαυτό σου όση πήρες ομορφιά;
Απ’ το γενναίο κληροδότημα της φύσης
μόνο οι απλόχεροι δανείζονται αδρά.
Την αφθονία που σου εδόθη για να δώσεις
πώς αχρηστεύεις σαν χρυσάφι μυστικό,
πώς διαχειρίζονται αμύθητες πιστώσεις
για να ‘χεις άθροισμα ζωής παθητικό;
Κι αν συναλλάσσεσαι μ’ εσένα μόνο, κλέβεις
του εαυτού σου τη γλυκιά περιουσία·
κι όταν η φύση σ’ απολύσει και κατέβεις,
τι θ’ απομείνει για να κλείσεις τα βιβλία;
Τόση αμέριστη ομορφιά παίρνεις στο μνήμα, 
που αν τη διαθέσεις, ζωντανό θ’ αφήσεις κτήμα.
*************************************************************************************************************************************
Πηγή:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 25 Σονέτα

images

I.

Απ’ ό,τι επλάστη ωραίο θέλουμε καρπό,
να ‘ναι το ρόδο του αθάνατο στη φύση,
κι όταν ο ώριμος πεθαίνει, τρυφερό
να έχει απόγονο στη μνήμη του ν’ αφήσει.
Μα εσύ, τη λάμψη των ματιών σου μνηστευμένος, 
τρέφεις τη φλόγα σου αυτάρεσκη ουσία,
του εαυτού σου εχθρός, αμείλικτος σαν ξένος,
και μετατρέπεις σε λιμό την περισσεία.
Εσύ, που κόσμημα του κόσμου είσαι τώρα
και σαν προάγγελος της άνοιξης θαμπώνεις,
θάβεις στο άνθος σου την καρπερή σου ώρα,
σαν τον φιλάργυρο φυλώντας ερημώνεις.
Τον κόσμο ελέησε ή λαίμαργος κρατήσου
κι ό,τι χρωστάς του κόσμου πάρε το μαζί σου.
 ************************************************************
ΙΙ.
Όταν βαθύς χειμώνας έρθει στρατιώτης
να κυριεύσει τη μορφή σου στον καθρέφτη,
η λαμπερή περιβολή σου, η νεότης,
τώρα περίβλεπτη, θα έχει γίνει ξέφτι.
Κι αν σε ρωτήσουνε, πού πήγε τέτοιο κάλλος
κι ο θησαυρός των σφριγηλών σου ημερών,
θα ‘ναι ντροπή, μάταιος έπαινος, η άλως
να λες πως λάμπει των φθαρμένων σου ματιών.
Πόσο λοιπόν πιο αξιέπαινη η χρήση
της ομορφιάς σου αν δεν τους πεις, «Είναι δικό μου
αυτό το όμορφο παιδί που θα μέ αθροίσει»,
η ομορφιά σου να κριθεί δια κληρονόμου.
Να ξαναγίνεσαι γερνώντας, και αν σφύζει
δικό σου αίμα μες στο κρύο που θ’ αρχίζει.
Πηγή:
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, 25 Σονέτα

salvatore

***

Τα λόγια μου τραχιά τα έχω θελήσει
σαν τα έργα αυτής της πέτρας που ομορφαίνει
ολοένα, και σκληραίνει
ολοένα –όποιος την είδε, το έχει νιώσει·
το σώμα της με ίασπη έχει ντύσει
κι ίσως γι’αυτό το λόγο ή γιατί μένει
πάντοτε καλυμμένη
σαΐτα δεν μπορεί να την πληγώσει·
εκείνη όμως μπορεί να με σκοτώσει-
και πώς να φυλαχτώ; τα βέλη αυτά
σαν να ’χανε φτερά
πετούν, συντρίβουν κάθε πανοπλία∙
κι ούτε που ξέρουν πώς δεν θα ’μουν λεία.

Δεν βρίσκω ασπίδα να μην την ραγίζει,
σπηλιά απ’ το πρόσωπό της να χαθώ·
σαν μίσχος τον ανθό,
ο νους μου την κρατά και την υψώνει·
κι αυτή, τη συμφορά μου υπολογίζει
όσο το πλοίο τον ήρεμο καιρό·
βουλιάζω, δεν θα βρω
ρίμα το βάρος τούτο να σηκώνει.
Σαράκι, που η ορμή σου δυναμώνει,
βουβά με τρως και τη ζωή μου αδειάζεις·
γιατί εσύ δεν δειλιάζεις
να ’σαι μες στην καρδιά κρυφή πληγή
όσο εγώ να πω ποιος σ’οδηγεί;

Γιατί η καρδιά μου τρέμει όταν σκεφτώ
εκείνη ενώ τριγύρω με κοιτούν·
τις σκέψεις μου μη δουν
φοβάμαι∙ ο θάνατος δεν με φοβίζει
τόσο ή του Έρωτα το κοφτερό
δόντι, που τις αισθήσεις μου εξαντλούν·
οι αισθήσεις φυλορροούν
στη σκέψη της, και η ζωή ξεφτίζει.
Ο έρωτας χτυπά και με γκρεμίζει∙
το ίδιο σπαθί είχε στρέψει στη Διδώ∙
κι εγώ εκλιπαρώ,
δούλος του εγώ που έλεος αιτείται·
μα η φύση του το έλεος το αρνείται.

Και πάλι τώρα θέλει να χτυπήσει
ο αχρείος, τη ζωή μου αψηφά·
στο χώμα με κρατά
και μ’έχει βρει πια τόσο κουρασμένο·
πάει ένα ουρλιαχτό ν’ ανηφορίσει
στο νου μου και το αίμα, που κυλά
στις φλέβες μου, χυμά
προς την καρδιά μου κι άσπρος απομένω.
Χτυπά στο μέρος της καρδιάς με μένος
τέτοιο, που στην καρδιά μου αναπηδά
ο πόνος. «μια φορά
ακόμη», λέω, «αν το σπαθί του υψώσει,
θα μ’ έχει ο τρόμος ήδη αποτελειώσει.»

Να χτύπαγε έτσι ολόισια στην καρδιά της
αυτήν που την δική μου κομματιάζει!
Κι αν θάνατο μου τάζει
η ομορφιά της, μαύρος πια δεν θα ‘ναι·
σε ήλιο ή σε σκιά το χτύπημά της,
της δόλιας φόνισσας δεν παραλλάζει.
Γιατί να μην ουρλιάζει
κι αυτή στις φλόγες που με τυραννάνε;
Αμέσως θα συνέτρεχα και θα ’τανε
χαρά μου, που πολλοί την έχουν νιώσει,
το χέρι να είχα απλώσει
στα ωραία μαλλιά, του έρωτα το υφάδι,
κι εκείνη θ’ απολάμβανε το χάδι.

Αν είχα την ξανθή πλεξίδα αδράξει,
μαστίγιο και βέργα που ματώνει,
ενώ έξω ξημερώνει,
θα έπαιζα ως τ’απόδειπνο ν’αρχίσει∙
κι όχι αβρά, μη βρέξει και μη στάξει,
μα σαν αρκούδα: παίζει και δαγκώνει·
και αν με μαστιγώνει
ο έρωτας, θα έπαιρνα εκδίκηση.
Τα μάτια της, που έχουν πυρπολήσει
ετούτη την καρδιά κι είναι νεκρή,
θα κοίταζα –κι αυτή,
που έστερξε να μ‘ αφήσει, θα κινδύνευε·
κι η αγάπη μου μετά θα τη γαλήνευε.

Τραγούδι μου, εσύ δράμε στη γυναίκα
που πήρε την καρδιά μου και με χώρισε
απ’ό,τι ο νους μου πόθησε.
πέτα, γίνε σαΐτα που βυθίζεται·
τιμή με την εκδίκηση κερδίζεται.

Πηγή:
Πέτρινες Ρίμες, 2014

Εικονογράφηση:
Σαλβατόρε Ποστιλιόνε, Δάντης και Βεατρίκη, 1906

25. Ανθολογία Αυγής, Μνησιβιάδης, 30.11.14

24. Ανθολογία Αυγής, Τριανταφυλλίδου, 29.11.14

23. Ανθολογία Αυγής, Καραγεωργίου, 28.11.14

22. Ανθολογία Αυγής, Καπάνταης, 26.11.14

21. Ανθολογία Αυγής, Γ. Νίκας, 25.11.14

20. Ανθολογία Αυγής, Κοσμόπουλος, 23.11.14

19. Ανθολογία Αυγής, Σερέφας, 22.11.14

18. Ανθολογία Αυγής, Αναστασίου, 21.11.14

17. Ανθολογία Αυγής, Σταγκουράκη, 20.11.14

16. Ανθολογία Αυγής, Υφαντής, 19.11.14