ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ, Τα παραμιλητά του Τιθωνού 6

10.11.2012

***

Σαν ρόδι που έσκασε κι έπεσε απ’ τη ροδιά
τα λόγια μου είναι τα σπυριά του που έχουνε σκορπίσει
σπίνοι μυρμήγκια σκώληκες κι ότι προστάζει η μυρωδιά
ζητούν από το θάνατο το αθάνατο μεθύσι.

«Ποιος είσαι;» τις χιλιάκουγα να με ρωτούν φωνές
μα έσβηνε κι όλο μού έσβηνε η φωνή μου ν’ απαντήσει
μόνο το φως σου έβλεπε το μάτι μου απλανές
που τύλιγε το σάπιο μου κορμί για να το ντύσει

μα εκείνο βόγκαε μέσα του να γίνει ένα τζιτζίκι
κι από τα μάτια της θεάς στα δέντρα έχει κρυφτεί,
αμέριμνο όπως κάθεται σε ταπεινό ένα ρείκι
ακούγεται στον πλάτανο ή σε μια ιτιά σκυφτή.

Τα μάτια του είναι αμέτρητα τη ροδαυγή ως κοιτάζουν
κι έχει μια διάφανη κοιλιά που τρέμει μες στο φως
και διαμαντένια της Ηώς τα μάτια δάκρυα στάζουν
μα αθέατο μένει κι άπιαστο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

Πηγή:
Το Προεόρτιον, 1984

Εικονογράφηση:
Στέφανος Πάσχος, Γυμνό, αναλογική λήψη και επεξεργασία, 1997

Σχολιάστε