.

Καπνίζοντας πάλι μιλάς για τον εαυτό σου
……..με ένα χαμόγελο που ξέρει
να περιμένει,  σίγουρη ότι ο αντίπαλός σου
θα κάνει την λάθος κίνηση, θα προφέρει
τη λάθος ατάκα. Μιλάς για τους δικούς σου,
για το παρατεινόμενο της εφηβείας
στα χέρια των άλλων, για τη σπατάλη εκείνη
πειραματισμού, αιτία για τους φιλικούς σου
κι ερωτικούς δεσμούς, για πράξεις αμαρτίας
(χαμένη πια ενοχή), τίποτα ν’ απαλύνει

την αίσθηση κινδύνου. Με μαύρο τονίζεις
……..κάθε κηλίδα κραυγαλέα —
μια τάφρος ειλικρίνειας για να μαγνητίζεις
σε απόσταση και ν’ αναβάλλεις την αυλαία.
Απ’ τα χείλη μου, μια αμφιβολία και μόνο
φτάνει να σε μονώσει. Πίνουμε όμως, κάτι
θετικό. Το αλκοόλ άραγε θα προφθάσει,
παραγωγός γενναιότητας, να βρει στο χρόνο
την ευάλωτή σου στιγμή, ένα κομμάτι
αφύλαχτο, κρυφά να το διαπεράσει;

Το μπαρ είναι σχεδόν γεμάτο. Σαν ελπίδα
……..ζεύγη τσιγάρα αναβοσβήνουν.
Τα ηχεία τρίζουν λέξεις μες στην καταιγίδα
της μουσικής. Τα χέρια της μπαργούμαν δίνουν
συνέχεια. Ο σερβιτόρος ψύχραιμος μαζεύει
ακροβατώντας τα ποτήρια, ενώ τα φώτα
από την κάπνα χαμηλώνουν κορεσμένα.
Το βλέμμα μου γυρνώντας ξανασημαδεύει,
χωρίς απόλαυση, λες και φυλάει τα νώτα,
υπολογιστικό, τα νεύρα τεντωμένα,

το σώμα σου πεδίο και λάφυρο μάχης.
……..Μπορεί να μην καταλαβαίνεις
το αυτονόητο της σιωπής μου. Μπορεί να ’χεις
έρθει με την αφέλεια προετοιμασμένης
για φιλική performance, χωρίς υποψία
για τις προθέσεις μου. Μια σκέψη που με φέρνει
κατηγορούμενο, ανοίγοντας σαν αλάτι
το χρόνιο μίσος μου γι’ αυτή την ανοησία,
το καμπουριασμένο σουλούπι που δεν σέρνει
πίσω του κανέναν, ούτε την αυταπάτη.

Το σώμα σου σιγά-σιγά με πλησιάζει.
……..Ώστε έτσι. Τα λόγια μου βρίσκω
τώρα, να δείξουν ότι μ’ εντυπωσιάζει
το μακιγιάζ πόνου, και να γείρω στο ρίσκο.
Πολιτικός που είναι κύριος του σκοπού του
γλυκά απαντάς το σώμα αποτραβώντας ήδη.
Γρήγορα, δειλός και θρασύς, μπροστά κοιτάζω,
σαν παιδί που, στην άρνηση του παιχνιδιού του
να το ευχαριστήσει, μουτρώνει, παιχνίδι
του παιχνιδιού του, και τα μάτια κατεβάζω.

Πας στην τουαλέτα. Τίποτα δεν μ’ εμποδίζει
……..να σε φαντάζομαι κοντά μου.
Όμως, αν και για μια στιγμή ό,τι  σ’ απαρτίζει,
λόγια, σιωπές, κινήσεις, νιώθονται δικά μου
και νομίζω πως ξέρω τον τρόπο να γίνεις
μια  χορεία γυμνών μελών που σπαρταράνε
παραδομένα στο εκδικητικό σκοτάδι
της δυνατότητας,  δεν θέλω εκεί να μείνεις.
Κάτι στο πλευρό μου — θαμώνες με σκουντάνε,
νυγμός ήττας, αποχαιρετισμός, σημάδι

ότι επιστρέφει η άσβηστη κομψότητά σου.
……..Και ξαφνικά καταλαβαίνω:
συγχωρεί τις αδυναμίες η ομορφιά σου,
αποζητά τις πιέσεις. Το τεντωμένο
σχοινί παρατώντας, όλο μη τυχόν πέσει,
ντύνεται καμικάζι η σκέψη μου, όχι άλλη
αυτοσυγκράτηση. Τώρα μιλάω για μένα,
για τη θλίψη που από νωρίς μ’ έχει καλέσει
σαν προορισμός, για τη μεθοδική κραιπάλη,
άσκηση με στυφή γεύση, χρόνια χαμένα.

Τα μάτια σου με προκαλούν να σταματήσω
……..την κατάδυση κοινού τόπου
στον εαυτό μου και βέβηλα να τολμήσω
να πέσει η πικρή μάσκα του άτρωτου προσώπου,
όπως αρμύρα που κυλάει και πίσω αφήνει
μονάχα ένα λαχάνιασμα, φόβος συνάμα
κι αγαλλίαση κάποιου που το φως κερδίζει.
Μιλώντας δεν θα μοιραστώ ούτε τη σαγήνη
απ’ το θυμό σου. Κάθε λέξη μοιάζει κλάμα
αυτοπεποίθησης, τραύλισμα που τονίζει

τη δύναμη της μουσικής καθώς εισδύει
……..ανάμεσά μας και το σώμα
σαν αγωγός ηλεκτρίζοντας αποκλείει
την υποχώρηση. Νιώθω πως κι άλλοι ακόμα,
μεθυσμένοι, χορεύοντας, αγκαλιασμένοι,
εκστατικό αντηχείο, στο τέρμα του δρόμου
μας σπρώχνουν, λες και το φιλί μας τους αγγίζει.
Απότομα σβήνουν όλα, το μπαρ σωπαίνει,
κόσμος, μουσική, φώτα σβήνουν στο μυαλό μου,
το τζάμι του καθρέφτη μόνο λίγο τρίζει

σαν μηχανή μετά την ανελέητη χρήση.
……..Κάθομαι τώρα στην πλατεία
ενώ εσύ έχεις φύγει (έχεις ήδη αργήσει).
Η δροσιά απλώνει την αχλύ  σαν απορία.
Κουρέλια πλάι μου καπνού στριφογυρνώντας
ανεβοκατεβαίνουν. Η σιωπή κυλάει
συνέχεια. Είσαι πάλι σ’ επαφή μαζί μου.
Πότε-πότε κάποιο αυτοκίνητο γλιστρώντας
στο πρωί, φωτίζει, χωρίς να διαπερνάει,
την άγρυπνή μου σκέψη, την επίθεσή μου.

Βραδιά στο “Flower”, 2001