.
Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια·
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό
κι ακολουθούν, νωχελικοί συντρόφοι, τα ταξίδια.
 
Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές
τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει,
αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές
να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στο πλάι.
 
Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί!
Τι αστείοι που ’ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες!
Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί
ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες.
 
Όμοια μ’ αυτούς τους πρίγκηπες του αιθέρα κι ο Ποιητής
ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει·
μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής
απ’ τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει.
.
Κάρολος Μπωντλαίρ, Δεκαπέντε ποιήματα, 1994