***
Τώρα μόνο μπορώ καλά να νιώσω
πώς βρήκε ο Buonarroti τον Θεό του,
και του Camões την πίκρα, και του πρώτου
στους πρώτους Shakespeare, το σονέττο, πόσο
ξεπέρασεν, αλήθεια, τον καιρό του.
Μα κ’ η Stampa, η Labé κι ο Ronsard, όσο
πάθος, σάρκα, καρδιά, θα υπάρχουν, τόσο
καθένας τους θα ζει στο αθάνατό του
σονέττο. Εκείνοι, ας εγενήκαν σκόνη.
Πάνε αιώνες, όπου η σάρκα τους πονεί
σ’ ένα μικρό τραγούδι κι αναλειώνει
δίχως ποτέ να λειώνει, τι η καρδιά τους
η χωμάτινη, η απλή, απ’ τον έρωτά τους
και σάρκα του Θεού πήρε και φωνή.
Πηγή:
Τα ποιήματα, 1974
Εικονογράφηση:
Γεώργιος Κορμπάκης, Crisis, 2012
ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, Ο τραγουδιστής, XXVIII
11.02.2013
***
Κάθησε στο ντιβάνι, εκεί. Τσάι θες ;
Λίγο κονιάκ ; Θέλεις να σου σκεπάσω
τα γόνατα ; Όχι ; Τότε, να πλησιάσω
το μαγκάλι στο πλάι σου. Και, τι λές,
να βάλω μουσική, ή να σου διαβάσω
σονέττα της Labé ; Βέβαια, πολλές,
άλλες, Θέ μου, δε βρίσκονται χαρές
εδώ μέσα, για να σε διασκεδάσω . . .
Μα πε μου, κάτι ζήτησε· μονάχα
ν’ ακούσω τη φωνή σου να ζητά
ό,τι σου ανήκει και να με ρωτά
για αισθήματα που δε γνωρίζεις τάχα.
Να ζήσουμε τη ζωή, που τη ζωή ζει ;
Λοιπόν, τότε, ας πεθάνουμε μαζί.
Πηγή:
Τα ποιήματα, 1974
Εικονογράφηση:
Ευάγγελος Κουζούνης, Το φιλί, 1996
ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, Ο τραγουδιστής, XXII
08.02.2013
***
Αν μέσα μου μπορούσε να μ’ αγγίσει
το χέρι σου, δε θά ’βρισκε παρά
βαθιές πληγές μονάχα και φτερά
σπασμένα που μια άλλη είχαν φτερουγίσει
(πότε; σχεδόν λησμόνησα . . . ), φορά.
Μα πιο πολύ αν δυνόταν να βυθίσει
το χέρι σου, ώς τα βάθη αυτά, που η φύση
πλάθεται ακόμη, στην ιερή πυρά
της ύπαρξης, θά ’νιωθες βαθιά φρίκη,
γιατί ένα ακατανόμαστο κενό
θανάσιμης σιωπής, που να σου ανήκει
θά ’βρισκες. Κι αν εννοήσεις πως πονώ
τόσο για σε, τύψη να μη σου γίνει :
ο πόνος μού έχει δώσει την ειρήνη.
Πηγή:
Τα ποιήματα, 1974
Εικονογράφηση:
Ανδρέας Δεβετζής, Λουτρό, 2012
ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, Ο τραγουδιστής, XV
05.02.2013
Έχω μου ’παν, μια ολόκληρη προδώσει
ζωή, που την τέλειωνεν ο χρόνος
του πνεύματος, πως είμαι ο δολοφόνος
μιας ζωής, που την είχα μεγαλώσει
μ’ άσκηση και με θλίψη, άγριος και μόνος,–
για σάρκα ερωτικήν, ελάχιστη, όση
δε θα ’πρεπε τόσο να την πληρώσει
του πνεύματος ο πιο οδυνηρός πόνος.
Μα δεν ξέρουν, αγάπη μου, ότι η γη,
πνεύμα μες στην καρδιά μας έχει γίνει,
και πως, στο αίμα μας μέσα, την πηγή
βρήκαμεν όπου ο Θεός, γυμνός, αφήνει
κάτι απ’ τη θεία του φύση, κι ότι η βάρκα
που πάει στο Αιώνιο, είν’ η γυμνή μας σάρκα.
Πηγή:
Τα ποιήματα, 1974
Εικονογράφηση:
Μιχάλης Μανουσάκης