.

« Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά,
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου !

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας . . .  Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί !
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ώς εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε . . .  Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός,
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει ;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός !
Άβυσσο η κρίση ».

.

|| ΤΙΣ ΔΥΟ ΑΥΤΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, Μεγάλη και Διακαινησίμου, οι Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό σιωπούν. Σε όλους και όλες, ευχές για καλές γιορτές και ανέμελες ώρες. ||

.

.

Εγώ σ’ ανάστησα με χώμα και νερό
χελιδονάκι να
σαι μα κι αγρίμι
να σ’ έχω αλφαβητάρι στον καιρό
κι ανέσπερο καντήλι μες στη μνήμη.

Μα εσύ γυρεύοντας του ονείρου την πηγή
κοντά στων Ουρανών την Πλατυτέρα
βρήκες φτερά κι αρνήθηκες τη γη
τη σκοτεινή την πρώτη μας μητέρα.

Μ. Χατζιδάκις – Ν. Γκάτσος, Σκοτεινή μητέρα, 1986

.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα
πες με το πρώτο σου το γάλα

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα
πες με το πρώτο σου το γάλα

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα
πες με το πρώτο σου το γάλα

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρενες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς

Σ. Ξαρχάκος – Ν. Γκάτσος, Ρεμπέτικο, 1983

.

Ο Φορτίνο Σαμάνο
καπνίζει και σκέφτεται:
Είμαι ό,τι δεν έζησα,
είμαι η βροχή που θα
ρθει
να δροσίσει άγνωστων
γυναικών το κορμί.
Βράδυ, στα κρεβάτια τους,
θα στενάζουν ξαναμμένες:
«Ποιος Σαμάνος έφερε
τούτη τη βροχή;»

Ο στρατιώτης με τ’ όπλο
σημαδεύει και σκέφτεται:
«Με μια κίνηση απλή
θα του κλέψω ό,τι έχει ζήσει.
Είμ’ ένας μικρός θεός,
είμ’ ένα στοιχειό.
Πάνω από το αίμα του,
αύριο εδώ, την ίδια ώρα,
ερπετά θα σέρνονται,
όπως κάνω κι εγώ».

Το τελευταίο τσιγάρο
κι εκείνο σκέφτεται:
«Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ
σε παιδιά που ξεφαντώνουν.
Ο καιρός θα χάνεται
ώσπου κάποιο απ’ αυτά
θα φωνάξει «λιμπερτά».
Κι όπως θα κοιτάει τις κάνες
θα βρεθώ στα χείλη του
σαν τσιγάρο ξανά».

Ο Σαμάνος, 2008

.

Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη,
στο όνειρό μου τους είδα ζωντανούς
κι άστραψε το όνειρο σαν δαχτυλίδι
που ήρθε να ντύσει πάλι τους γυμνούς.

Ανησυχούσα μην καταλάβουν
πως ήταν πεθαμένοι από καιρό
το ανεμιστήκαν· και για να με προλάβουν
με πλύναν μ’ ένα γέλιο καθαρό.

Πού ήταν το θάρρος κι η πίστη μου αίφνης ;
Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά
που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης
με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά.

Ένα κουβούκλιο μου χαν κατεβάσει
πλάι στο τριφύλλι, σε γήπεδο βαθύ
φωνές και κόρνες είχαν σωπάσει
στον Υμηττό είδα φως τριανταφυλλί.

Είδα τους φίλους, τα πρόσωπα όλα,
την Ιπποκράτους, τη θάλασσα μακριά,
τα σκαλοπάτια του Άι Νικόλα,
καρέκλες άδειες στο υπαίθριο σινεμά.

Κι είδα ένα τέλος στο σινεμά τους
στο μαξιλάρι μου έκλαψα βαθιά,
τα πρόσωπά μας, τα ονόματά μας,
πόση προσπάθεια, πόση μοναξιά ;

Και τι ιδρώτας απ’ τη μεριά μου
μες στων ονείρων τις αόρατες κλωστές . . .
όταν ανοίξανε τα βλέφαρά μου
στο στόμα πλάι μου ακόμα ήταν υγρές.

Φιλί και σάλιο από μετάξι
σαν σκουληκάκι στα φύλλα της μουριάς
που έγινε νύμφη για να πετάξει
μέσα στου ήλιου τα εκατομμύρια φλας.

Μη πετάξεις τίποτα, 1994

.

Επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη
ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ

Φουγάρα λήθης σκόρπισαν τις κάπνες
στους κάμπους τ’ ουρανού που ’χε ροδίσει
και θλίβαν λόγια που όλη νύχτα ανάπνεες
στον πυρετό των πόθων, όταν λυσι-
μελής παραδοθεί είχες και μιλήσει.

Ρημάτων εμβατήρια εξατμιστήκαν,
ειρμοί αρωμάτων χύθηκαν στη μέρα
και γίναν ασυνέχεια και σβηστήκαν
σα σπίνοι που βουλιάξαν στον αγέρα,
σαν ασπιρίνη που ’λυωσε, σα σφαίρα

που σού ’σφαξε στα χείλια δυό τρυγώνια
ισοσκελή μπροστά από τα σκαλιά σου
σκαλίζοντας τα χιόνια και τα χρόνια
που επέφταν σα μπαλλόνια απ’ τη μηλιά σου
και παίρναν την παλιά λαλιά σου.

Ξεχάστηκαν ευθύς μεμιάς τα πάντα,
αιθάλη αρνητική του παραδείσου
’κεί που φαλτσοπαιάνιζε μιά μπάντα
στον κήπο της κβαντομηχανικής σου
πρωί-πρωί στα σκαλοπάτια της αβύσσου.

alonakitispoiisis.blogspot.com, 2010

.

Δυάρι από το χρόνο φαγωμένο
Αγίου Μελετίου κι Αχαρνών
καδένα με ρολόι σταματημένο
τον έρωτα να μάθω περιμένω
με ραβασάκι ηλεκτρονικό

Τοπίο στην ομίχλη ξεχασμένο
φεγγάρι αραγμένο στο βυθό
το ξέρω το παιχνίδι είναι στημένο
το μέλλον μου το έχουνε ταμένο
σε νιτερέσο πολυεθνικό

Γεράνι στο σκαλί μαραζωμένο
παράθυρο που βλέπει στο κενό
το στοίχημα από χέρι είναι χαμένο
το όνειρο στην άσφαλτο πεσμένο
αναζητάει Ερμή ψυχοπομπό

Σχεδία που δε βρήκε την Ιθάκη
κουφάρι σ’ ένα τύμβο ομαδικό
Ηλύσια Πεδία δίχως πύλες
το πόστο μου κενό στις Θερμοπύλες
κρατάει ο Εφιάλτης το στενό

Με σέρνει σε κακόφημο μπαράκι
της λησμονιάς κερνάει το νερό
μετρέσα κολασμένη η ψυχή μου
εταίρα ξεπεσμένη η ζωή μου
παλιάτσος σε ριάλιτι φτηνό.

gnr-1.blogspot.com, 2009

.

Είναι η ψυχή ωκεανός χαμένων οραμάτων
τέρας και σάτυρος μαζί μέσα μου κατοικούν
με σέρνουν μες την άβυσσο παλιών συναισθημάτων
πλωριά γοργόνα αερικά στα μάτια την κοιτούν.

Του δειλινού τα χρώματα τα μάτια έχουν θαμπώσει
για το αναίτιο ντέρτι μου που έχω στην καρδιά
ο έρωτας κι θάνατος βαθιά θέλουνε γνώση
ν’ ακούς φωνές του σύμπαντος στη φεγγαρολουσιά.

Για το μυστήριο της ζωής αυτό το μέγα πάθος
τι ψάχνεις κι ονειρεύεσαι στο φως των αστεριών
θεός και διάβολος μαζί σε στέλνουνε στο λάθος
ο φόβος μες τον κόρφο σου κι η ελπίδα μενταγιόν.

Τ’ αναίτιο ντέρτι στη ζωή σημαίνει ουτοπία
που το φυλά σαν όνειρο η νύχτα μυστικό
ό,τι κι αν πεις ο έρωτας δεν παίρνει ερμηνεία
αντιπαλεύει θάνατο σε ρίχνει στο κενό.

Για την ουσία που ζητάς μια σκέψη που πληγώνει
πατρίδα μια Ιθάκη σου που ’γινε ξενιτιά
ψάχνεις να βρεις το λυτρωμό για ό,τι σε σκοτώνει
μα το αναίτιο ντέρτι σου σ’ ανάβει τη φωτιά.

Μ. Χιώτης, ο μάγκας που έβαλε κολόνια στο τραγούδι, 2009

.

Στην Ιουλίτα

Δεκαπενταύγουστου γιορτή
και ο μικρός βοριάς φυσάει
μες σε μια θύμηση γλαυκή,
σε μπλε Ιουλίτας ξεψυχάει . . .
Όλα του έρωτα τα ρω
πετάξαν δυτικά της λύπης
κι όλο ξενέρωτα θω-ρώ.
Ήλιε, που χάθηκες, μου λείπεις . . .

Πορεύτηκες στην μακρινή
και αρυτίδωτή σου χώρα
κι εδώ μιαν Άνοιξη ακριβή
πάμφθηνη την πουλάνε τώρα.
Χτενίζεται η τρελή ροδιά
με του αχινού τα μαύρα χτένια.
Μες στην αφρούρητη νυχτιά
κλαίει η μικρή Πορτοκαλένια.

Στα πέλαγα της συννεφιάς
ο κήπος με τις αυταπάτες.
Φωτόδεντρο της ομορφιάς
πού να
βρω σε καιρούς σακάτες;
Πένθιμο άσμα, ηρωικό,
οι ετεροθαλείς μας χρόνοι.
Στην ιδιωτική οδό
δεν έχει ούτ
ένα χελιδόνι.

* * *

Κόσμος με δίχως όραμα
πού να ’βρεις έναν ποιητή;
Όνειρο ανάξιον εστί
κι ο θάνατος μονόγραμμα.
Έλυσε ο Αίολος ασκούς –
τι ν’ αγαπήσω, τι, μ’ ακούς;
Τα δήθεν και τ’ ασήμαντα
σκοτείνιασαν τα σύμπαντα.

Μες στο Αιγαίο της ψυχής
σε ψάχνω εξαίσιε δύτη
και στα ρηχά της αντοχής.
Πού ’σαι Οδυσσέα Ελύτη;

dimsol.blogspot.com, 2009

.

Να φύγω μ’ άφησες γυμνός από το σώμα σου
Μα σπόρο μου
δωσες και χώμα από το χώμα σου
Να
χω δικό μου ένα κήπο σαν παράδεισο
Σαν επιστρέφω κουρασμένος απ’ την άβυσσο.

Μητέρα αργώ να καταλάβω όπως φαίνεται
Αυτό που μέσα μου ποτίζω και μαραίνεται
Καλώ τον έρωτα την νύχτα με απόκρυψη
Γιατί φοβάμαι να παλεύω την απόρριψη.

Τσιγγάνες θά ρθουν να με πάρουν με φοβέριζες
Το φόβο έσπειρες και φόβο χρόνια θέριζες
Απ
τα φουστάνια σου με ήθελες να κρέμομαι
Μακριά από σένα δίχως λόγο να τρελαίνομαι.

Μητέρα αργώ να καταλάβω όπως φαίνεται
Αυτό που μέσα μου ανθίζει και μαραίνεται
Κι έτσι απέναντι σε κάθε μου απώλεια
Γυμνός ακόμα περπατώ στα περιθώρια.

Να φύγω μ’ άφησες γυμνός από το σώμα σου
Κι όσα φιλιά φύγαν για μένα από το στόμα σου
Μες στην καρδιά η ζυγαριά τα δείχνει ασήκωτα
Αφού στην άλλη τη μεριά δεν έχει τίποτα.

Μητέρα αργώ να καταλάβω όπως φαίνεται
Αυτό που μέσα μου αφήνω και μαραίνεται
Ζωή κι αν ήτανε ζωή δεν το λογάριασα
Φωτιά στον κόσμο η αγάπη μα ξεπάγιασα.

poein.gr, 2010

.

Ταξίδια κάνω με το νου, όπως ο Καββαδίας,
ο Ποσειδών στη θάλασσα στον Όλυμπο ο Δίας.
Όταν η γεύση μου πικρή είναι της αηδίας,
παίζω ξανά σενάρια αρχαίας τραγωδίας.

Στην Αλεξάνδρεια γυρνώ φάντασμα του Καβάφη
και το σεντόνι το λευκό το αίμα μου θα βάφει,
να γίνει κατακόκκινο στο πάτωμα να γράφει.
«Στις εμμονές, στους φόβους σου κάνε μεγάλο ράφι».

Ακούω μελοποίηση σε στίχους του Σεφέρη,
όσα δεν φέρνει μια ζωή μία στιγμή θα φέρει.
Μέσα από μια «αφήγηση», που ανάθεμα αν ξέρει
κανείς ότι την έγραψε με δακρυσμένο χέρι.

Και φτάνω με πυρίμαχη στολή σαν τον αλήτη,
σε ώρα ηλιοβασίλεμα να ψάξω τον Ελύτη.
Αυτόν που Αιγαίο μετάλαβε και τώρα ίσως πλήττει,
να είναι σε σταυρόλεξα για ειδικευμένο λύτη.

Χέρι μου έκρυψες το φως πάνω απ’ το γιατάκι,
για να μαυρίσει η σκηνή να δω τον Καρυωτάκη.
Στην Πρέβεζα μεσάνυχτα σπασμένο στρατιωτάκι
που παίζει ένας πιτσιρικάς σε χάρτινο κουτάκι.

poein.gr, 2007

.

Εφέστιες Σφίγγες, έμψυχα λαράρια –
νωχελικής δεσμώτιδες ανίας –
το βλέμμα των στραμμένο στα φεγγάρια
παρασκευάζει φίλτρα μαγγανείας –

κόρες-στέρνες που ο  γνόφος δεν στερεύει –
μηνίσκοι σε φακούς φωσφορικοί –
κάτοπτρα από βασάλτη που τα ερέβη
διηθούνε, σάπφειροι μαγνητικοί –

μικρές θεραπαινίδες της Εκάτης
σε δάση σεληνόφωτος φευγάτες –
ειδώλια θεάς –μεταξωτός αχάτης–
κι άξιες για χάδια Φαραώ :  οι γάτες.

Εκάτη, 2010

.

Ανέβηκε του θάνατου η αξία
σ’ ένα ημερονύχτιο ραγδαίως
βουβός ο ποιητής και πάντα νέος
μετρά τ’ απόθεμά του σ’ αμβροσία.
Πόση του μένει ακόμη αθανασία
στοχάζεται ενίοτε με δέος
καθώς στην αγορά σπεύδει ταχέως
ποντάροντας στην ίδια πελατεία.
Θα ’ρθούν κοντά του πάλι ν’ αγοράσουν
με νόμισμα παρήγορα ατόφιο
εκείνοι που φοβούνται να γεράσουν,
ν’ αφήσουν το κορμί τους κάπου ψόφιο
πληρώνοντας αδρά την αυταπάτη
πως είναι η ζωή τους ένα κάτι.

mnisiviadis.blogspot.com, 2009

.

Με παρασύρεις σ’ ένα φως που εξουθενώνει
Νιώθω το θαύμα σαν απέραντη ενοχή
Βρίσκομαι κάπου σε μιαν άγνωστη εποχή
Ξάφνου μυρίζω τα μαλλιά σου και νυχτώνει

Κρύψε με μέσα στους μυχούς του σώματός σου
Μια μεταμόρφωση στο χρόνο προσπαθώ
Δόσε μου σχήμα, δόσμου βάρος να βρεθώ
προστατευμένος στον ασύλητο βυθό σου

Μη λησμονείς τη σκοτεινή συνωμοσία
Τον Επισκέπτη τον Επόπτη το Γιατρό
Μ’ έχουν καρφώσει σ’ έναν πέτρινο σταυρό
ν’ αντιμετριέμαι με τη σκόνη στα μουσεία

Χιόνι σα θάνατος το θάλαμο σκεπάζει
Μέσα σε δάσος αγαλμάτων περπατώ
Λες κι’ είναι ο κόσμος ένα βλέφαρο ανοιχτό
μ’ απ’ όπου δε θυμάμαι ποιος και πού κοιτάζει

Σ’ έχω ανασύρει μα κανείς δεν το ’χει μάθει
Κρύβω το σκάφανδρο στα υπόγεια του ναού
Σ’ αγγίζω – αγγίζω το μυστήριο του θεού
λουσμένος πάλι σ’ άγιο φως κι’ ανίερα πάθη

Αγαθά παιγνίδια, 1994

.

Μια μάνα γύρευα να βρω
μ’ εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.

Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες στα καρυοφύλλια.

Να ’πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωνσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.

Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώνει σιγανά . . .

Παραλογή, 1993

.

Απόψε αμάρτησε και πάλι στην ψυχή σου
Το βράδι ετούτο     φίδι ώς μιαν οργιά
Μ’ ένα λυγμό που αχνίζει πυρκαγιά
Και που αναβρύζει από τα σπλάχνα της αβύσσου

Με βαρυγώμιες για τα δυο πέτρινα χέρια
Που εκλείσαν πριν προλάβεις να διαβείς
Τα βάθη εκέντα η λάμα της πληγής
Χρόνους πολλούς μέσα σ’ ατέλειωτα νυχτέρια

Μ’ αφού η αγάπη     μάταια πια     στο ταπεινό σου
μνημονικό δε βρίσκει να σταθεί
Κι ας πάσχισε με πρόθεση αγαθή
Αλάργεψε καρτερικά κι αποξενώσου

Στη μεγαλόπρεπη σιωπή που μας τυλίγει
Χωνεύοντας της νύχτας κάθε αχό
Τον πόνο τον οξύ σου ως ν’ αντηχώ
Κύματα     νιώθω     με χτυπούν απαίσια ρίγη.

Βίαιες εντυπώσεις, 2009 (α’ δημοσίευση 1993)

.

Ο χρόνος κύλησε
η πρόζα δεν ήλθε

Ο πόνος έγειρε
το ποίημα εξήλθε

Ο λόγος στέγνωσε
φωνή και παρήλθε

Άλλοτε αλλού, 2004

.
Κάτι επικίνδυνο στο σύμπαν ελλοχεύει
καλά κρυμμένο σε πυρήνες πλανητών
αργά κι αθόρυβα στο σύμπαν ταξιδεύει.
Νύχτα, ξεβάφεσαι, καθρέφτης κι ασετόν,

σέρνεις τα μάτια με το ζόρι στα δικά μου,
κάτι κακό παραμονεύει στο σκοτάδι,
κι έτσι όπως έχεις πάρε-δώσε με τον Άδη,
τ’ αντιλαμβάνεσαι – εγώ ; . . . στην άγνοιά μου.

Θ’ αναρωτιέσαι πώς βρεθήκαμε μαζί,
τώρα που βλέπεις μοναχή τα πεπρωμένα
( καθόλου ευχάριστα για σένα και για μένα ),
και λίγο ντρέπεσαι – λες και θα φταις εσύ.

Κάτι επικίνδυνο στο σύμπαν ταξιδεύει·
Κάτι επικίνδυνο στο σύμπαν ταξιδεύει.

* Όπου ο οξυδερκής αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως οι
τραγικοί έρωτες πλήττουν μονάχα αυτούς που τους πιστεύουν.

Αγοράκια κοριτσάκια, 2004

στον Χρήστο Κεραμίδα

Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο.
Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
Με νύχια παγωμένα ο λύκος κρύβεται.
Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα κλείνουν.
Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
Τον λύκο, που εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει.
Νύχτα με πένθιμο σκυλί στον σάπιο φράχτη
.
Κι οι πεθαμένοι ακούν· και περιμένουν.

Με των αλόγων τα φαντάσματα, 1985

.

Βρέχει σε όλες τις γυναίκες
που αγάπησα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ

Έπεφτε το κορμάκι σου και το ’χτιζα με χάδια
την ώρα που ’σβησε το φως
κι άναψαν τα σκοτάδια

Είδα το μαύρο που ’κρυβες
με σάρκα και με δέρμα
κι ανάμεσα στα δόντια σου το «σ’ αγαπώ» σαν κέρμα

Τρόμαξα κι άναψες το φως, η νύχτα έκανε πίσω
σα φίδι που δεν πρόλαβα
καλά να το χτυπήσω

Κι άφησε στο σεντόνι μας
το μαύρο της το ντύμα,

όλο το βράδυ πάσχιζα να κόψω αυτό το νήμα.

Γυάλινα Γιάννενα, 1989