ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Το φεγγάρι του ποιητή
29.01.2010
.
ένα τραγούδι για τον Μίλτο Σαχτούρη
Σαχτούρη, απόψε σαν τόπι κυλάει
φεγγάρι σφαγμένο στην άσφαλτο.
Σαχτούρη, η νύχτα δεν με αγαπάει
γλιστράει και πάει στο άπιαστο.
Δώσε μου απ’ τα φεγγάρια σου το πιο μικρό φεγγάρι
το κίτρινο το πράσινο, το δίχως ουρανό.
Το πράσινο το κίτρινο, το πιο μικρό φεγγάρι
δώσε μου απ’ τα φεγγάρια σου το δίχως ουρανό.
Σαχτούρη, τ’ αμάξια πατούν την καρδιά μου
εκείνη γελάει και φτύνει ουρανό.
Απόψε σου δίνω τα δέκα ονειρά μου
για ένα δικό σου, το πιο παιδικό.
Δώσε μου απ’ τα φεγγάρια σου το πιο μικρό φεγγάρι
το κίτρινο το πράσινο, το δίχως ουρανό.
Το πράσινο το κίτρινο, το πιο μικρό φεγγάρι
δώσε μου απ’ τα φεγγάρια σου το δίχως ουρανό.
Ποιητική τεχνολογία, 1998
ΑΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ, Η νίκη
28.01.2010
ΕΛΕΝΗ ΑΡΒΕΛΕΡ, Θεοδώρα και Βελισσάριος
27.01.2010
.
Σίγουρα, ευσεβεστάτη η Αυγούστα Θεοδώρα.
Το βλέπεις στην Ραβέννα, το ακούς, και τώρα, στο Σινά.
Άλλο όμως ο Προκόπιος γράφει, κι άλλο κρυφά μηνά.
Λέει πως γύριζε από τσίρκο σε τσίρκο όλη τη χώρα,
γυμνή και ασελγής, μ’ ένα λεπτότατον σχοινίον
(εμείς θα λέγαμε ένα στρινγκ) που έκρυβε μόλις το αιδοίον.
Κόρη κάποιου Ακάκιου, ενός φτωχού αρκουδιάρη,
ήταν αυτή που διάλεξε ο βασιλιάς να πάρει.
Έκτοτε υποπόδιο, κι άβουλο όργανό της,
ο Ιουστινιανός, της Οικουμένης ο δεσπότης.
Έτσι από τα ονομαστά της Αντιόχειας πορνεία,
βρέθηκε η Θεοδώρα να κρατά του κράτους τα ηνία.
Με γνώμη της ρυθμίζονταν όλα της Εκκλησίας,
μονοφυσιτικά, αιρετικά, άκρως διεστραμμένα.
Θέματα της αυλής, προβλήματα της εξουσίας,
λάθρα ή φανερά, έβρισκαν λύση ένα-ένα,
σύμφωνα πάντα με το περιβάλλον το δικό της.
Το πλήρωσαν αυτό ακριβά, στρατός, κλήρος, λαός.
Πρώτος ο Βελισσάριος, ο ένδοξος στρατιώτης·
λένε πως τέλειωσε τον βίο του ζητιάνος και τυφλός,
αυτός που έδωσε στην Πόλη όλη την Ιταλία,
και που έφτασε η φήμη του πέρα, ώς την Αγγλία.
Έκαναν έπος, μυθιστόρημα, τ’ ανδραγαθήματά του·
όμως για τα παθήματα και για τη συμφορά του
βρήκαν ως μόνη αφορμή ( ούτε μιλιά γι’ άλλη αιτία )
τον φθόνο των πολλών και τη συκοφαντία.
Γιατί αλήθεια, ο ποιητής ονόματα να δώσει ;
Προς τι, χωρίς τεκμήρια και άλλη μαρτυρία,
βασιλική τιμή, άδικα ίσως, ν’ αμαυρώσει,
όταν για Βελισσάριο, τυφλό, φτωχό, στη φυλακή,
κάνει μονάχα μνεία απλή φυλλάδα λαϊκή
και τα καθέκαστα σιωπά η επίσημη ιστορία ;
Και τώρα ας μη ρωτάμε τα γνωστά : ποιος δηλαδή και τι,
κάνουν, πάντα σχεδόν, την ιστορία να κρύβει το γιατί.
Το Άγνωστο Βυζάντιο, 2006
.
— Officia στη χώρα του φιδιού
Μεγάλη χώρα
Αναρριγώ προς τη μεριά
του φεγγαριού
Ποιον ποιητή τιμάτε τώρα ;
— Κάποιον που πέθανε αργά
Σχεδόν τον είχαμε ξεχάσει
— Τα φώτα σβήσαν τραγικά
Σειρά ποιος έχει να γεράσει ;
— Αφιερώματα πολλά
Γενιές των όντα και των ήντα
— Τι πανικός τρελός κι αυτός
Ποιος με φλερτάρει από το μνήμα ;
— Ο εραστής Ο ποιητής
Ποιον ξέρεις άλλον
— Ετοιμοθάνατε καλέ
Ώρας μεγάλης ένδυμα προετοιμάζω
Ωραιοτάτη θα σταθώ
με χούφτες χώμα σαν θα σε
σκεπάζω
Ωδικά πτηνά, 2008
ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ, Για τον Σείριο
25.01.2010
.
Ο Σείριος του κυρίου Χατζιδάκι
Ως έφηβος ήταν πολύ ωραίος
Μα τώρα που δεν είναι τόσο νέος
Θυμίζει φαγωμένο από σαράκι.
Τον ήχο που πρωτάκουσε παιδάκι
Τ αφεντικό του σ’ έναν χώρο τέως
Και μια αρμονία αναζητά με δέος
Παιγμένη σε μονή παρτίδα σκάκι.
Του χρόνου οι σκοτεινοί χωροφυλάκοι
Στο κλέος της ζωής δε νιώθουν χρέος
Κι ο βασιλιάς που εχάθη τελευταίος
Σκυλιά κι ανθρώπους έχει αφήσει ράκη.
Το Άλφα του Κυνός αργά θα σβήσει.
Το πιάνο πρέπει κάποιος να χορδίσει!
Οδός Πανός, τχ. 115, 2002
ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Συμπόσια
22.01.2010
.
Θα μπορούσα να ζω
μόνο με γάτες.
Θέλω να πω
ότι δεν πολυέχω ανάγκη
να συναναστρέφομαι τους ανθρώπους,
με τα τόσα τους άγχη,
τις ανόητες αυταπάτες,
τους απαράδεκτους τρόπους.
Οι φοβερές τους συζητήσεις :
κάποιος διηγείται
σημαντικές για τον ίδιο αναμνήσεις·
κι ένας άλλος στο λεπτό
παίρνει τη σκυτάλη για να εκθέσει
το δικό του σχετικό αναμνηστικό.
Έτσι που κανείς δεν ωφελείται
από αυτή τη διαδοχική συναίνεση
στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας
( ό,τι συνήθως εγκρίνεται
ως ανθρώπινη επικοινωνία ).
Όχι, όχι, προτιμώ
τα σιωπηλά εγωιστικά ζωάκια
απ’ τον χωρίς ίχνος σκέψης ορυμαγδό
που κατά ριπάς ξεχύνεται
πάνω από μια ντουζίνα παϊδάκια.
Βραδιά στο “Flower”, 2001
ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Υγρόν πυρ
21.01.2010
.
Βαδίζουν άνθρωποι οδών απείρων οδοιπόροι
με γεννητάτους του έρωτος στα μάτια τους δεσμούς.
Αυτοφυή άνθη μικρά στις εσχατιές της πόλης
εκτάσεις σκυροδέματος τριγμοί θαμμένης γης.
Το ξύλο αλεξίκακο, κομμάτια πυρωμένα
ανάβει ακέραιο αυτό μια καθαρή φωτιά.
Ο δρόμος είναι διχασμός και κάποτε τελειώνει.
Αυγή πυρός αφήνοντας ο κόσμος αίφνης φεύγει
και μια γυναίκα στέκεται κάτ’ απ’ αυτό το δέντρο.
Τινάζει το· και έπεφτε το χιόνι στα μαλλιά της.
Σύρραμμα, 1996
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, Φωτογραφία του τέλους
20.01.2010
.
Εδώ φωτογραφία είναι του τέλους
η θάλασσα γαληνεμένη ο ήλιος δύει
χρυσίζουν τα νερά λόφοι χαριτωμένοι
κι αυτός ας πούμε εσύ να τα μαζεύεις
τα σύνεργα της γραφικότητας και πάλι
στο δρόμο πίσω σπίτι φιλαράκια
ουζάκια στην αυλή ψάρια στη θράκα
του δειλινού τραβώντας την αυλαία
παρατυχών Τραπεζικός και Ποιητής
Πλην της σκιάς σου αυτής που πάει
στα σίγουρα με το κεφάλι προς τα κάτω
σαν κάτι εκεί να ξέχασε να πάρει
ή κάποιος να της νεύει απ’ το σκοτάδι
από αυτούς που δεν σηκώνουνε κουβέντα
μια προσημείωση κρυφή για τα ως άνω
και να μη μένει αφωτογράφιστο και τ’ Άλλο
κάτι η Μαύρη Θάλασσα των Στεναγμών
και προπαντός ο Εύξεινος ο Πόνος
Ακτή Καλλιμασιώτη, 2009
ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ, Ρεβεγιόν (Αγρυπνία)
19.01.2010
.
Ευχές στη φιέστα ανταλλάσσουμε και πάμε
μια ώρα αρχύτερα ευτυχείς να κοιμηθούμε.
Ναι, το μη χείρον βέλτιστον ! « Πεινάμε »
φωνάζουν οι φτωχοί κι εμείς ακούμε
τις οιμωγές ρακένδυτων λιμάρηδων
αστέγων καθημένων στην Κλαυθμώνος.
Καθώς χαράζει η πρώτη μέρα του αιώνος
οι ιαχές αμίμητων λυράρηδων
Φοίβου, Καρβέλα και λοιπών μας κατακλύζουν.
Πως θα ’κανα το ρεβεγιόν στο δρόμο δεν το πίστευα.
Ξανθομαλλούσα καλλονή διαβάζει Τζούλια Κρίστεβα
σ’ ένα παγκάκι στη Σταδίου. Μας ορίζουν
και οι κλοσάρ και η ποπ και η κουλτούρα.
Δες, ξημερώνει η πρώτη πρώτου δυο χιλιάδες
με όλα της τα συμπράγκαλα. Κατούρα
στου μέλλοντος κι εσύ τις συμπληγάδες !
Η δόξα της ανεμελιάς, 2008
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ, Μήκος χρόνου
18.01.2010
.
Στον Μιχάλη Γκανά
Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
Εκείνος θα ’ρχεται απ’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
–ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά–
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ’ν’ όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης.
Ορεινό καταφύγιο, 1983
.
Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.
Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.
Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα·
ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
πριν κοιμηθεί σ’ ένα παράπονο από φώτα.
Μέρες αργίας, 1995
.
Κάποτε θα ’φτασα ψηλά στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.
Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα ’πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.
Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,
μια καλοσύνη της ακάλεστη κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ’ ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.
Μέρες αργίας, 1995
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Περσεφόνη
13.01.2010
.
Μικρό το σπίτι και με νοίκι
μα η νύχτα, Θε μου, της ανήκει
μεγάλη σα ναός.
Φορεί λευκά μιας επετείου
πηγαίνει στην Καλλιδρομίου
κι η νύχτα παίρνει φως.
Γυρίζει σαν την Περσεφόνη
στον κάτω κόσμο, με βελόνι
και πρώην εραστές.
Ψάχνει τους φίλους της στον Άδη
τ’ αδέλφια της ζωής, το χάδι
και λόγια μαγικά,
όλα του κόσμου να τ’ αλλάξει
να ’ναι το δέρμα της μετάξι,
τα όνειρα γλυκά.
Γυρίζει σαν την Περσεφόνη
στον κάτω κόσμο και πληρώνει
λύτρα και δανειστές.
Πιστοί της αγοραίας κοίτης
προσεύχονται με το κορμί της
και φεύγουν σιωπηλοί.
Σε μια γωνιά κάποιος της νεύει,
μοιάζει σε κάτι να πιστεύει
και τον ακολουθεί.
Γυρίζει σαν την Περσεφόνη
κρατάει σκήπτρο και βελόνι
και ψάχνει αγοραστές.
Μπαλάντες και περιστάσεις, 1997
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Μια φίλη
12.01.2010
.
Ξεβάφεται σαν ίσκιος στον καθρέφτη
πριν κοιμηθεί, ξημέρωμα θαμπό,
φθινόπωρο στου Στρέφη κι όλο πέφτει
βροχούλα, της ψυχής καλλυντικό.
Τριανταεπτά, σε γλέντι γενεθλίων
της είχαν πει πως θα ’τανε κι αυτός·
οι μέρες της κεράκια των αθλίων
κι η νύχτα σβήνει μέσα της το φως.
Μια μουσική τα πάθη της μαζεύει
σαν τη βροχή σε γάμο μυστικό,
μια νάρκη που τα μέλη της κηδεύει
αφίλητα σε άδειο ουρανό.
Μπαλάντες και περιστάσεις, 1997
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Μερόνυχτα
11.01.2010
.
Μερόνυχτα σε μέρη που ’χουν μείνει
αλύτρωτα, με κάποιον ουρανό
την αίγλη του ακούραστα να δίνει,
τιμώντας έναν έρωτα κοινό.
Μερόνυχτα σε ύφος περιχώρων,
με δρόμους, καφενεία, μαγαζιά,
πνιγμένα στον ιδρώτα των εμπόρων
βαμμένα στ’ ουρανού τα κρεμεζιά.
Μερόνυχτα και όλο και πιο πέρα
ξημέρωνε και βράδιαζε αλλού,
με αποκαΐδια δόξας στον αέρα
θα καίγονταν τα σπλάχνα τ’ ουρανού.
Μπαλάντες και περιστάσεις, 1997
(Φωτογραφία: Franz Sußbauer)
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Ο υπηρέτης
08.01.2010
.
Όχι, δεν είμαι εγώ καθώς νομίζεις
αυτός που κυβερνάει από τα βάθη
προκαθορίζοντας πορεία και στόχους
Ο άλλος είναι – ο αποκεκρυμένος
Εγώ –μα ποιος εγώ ;– παγιδευμένος
«αιχμάλωτος μιας αποτρόπαιης μοίρας»
ο ποιητής Πι Δέλτα ή Γάμα Βήτα
ή Ορέστης Αλεξάκης τέλος πάντων
δεν είμαι παρά μόνον υπηρέτης
αγνώστου Αυθέντη που ποτέ δεν είδα
και που δεν έχω ακούσει τη φωνή του
γιατί τα μάτια μου είναι σφραγισμένα
τ’ αυτιά μου βουλωμένα και τα χέρια
δέσμια για να μπορούν να κάνουν μόνο
τις απολύτως αναγκαίες κινήσεις.
Μοίρα σκληρή – μα δεν παραπονιέμαι
Γιατί οι ενδείξεις συνεχώς πληθαίνουν
πως είναι κι ο Αυθέντης μου τυφλός
κωφός
βωβός
και με το στήθος άδειο. . .
Πόρφυρας, τχ. 132, 2009
.
La mort transforme
La vie en Destin.
A. MALRAUX
Δεν έχω τόσο γερή κράση
να αστράψει ο νους μου σε μια μέρα.
Θα περιμένω να περάσει,
και ίσως εκεί όπου περιμένω,
συμβεί να τιναχτώ στον αέρα
για κάτι πιο συγκεκριμένο.
Στο μεταξύ, θα υπάρχει κάλμα.
θα λέει ο καθένας τα δικά του –
κάτι, έτσι, για «δια-λε-κτι-κό» άλμα,
κάτι για συγγενείς παθήσεις,
κάτι για μάθημα θανάτου
(κι εσύ δεν θέλεις να βοηθήσεις). . .
Κι αυτοί πόχουν καθυστερήσει.
παρότι είναι αποφασισμένοι,
θα θυμηθούνε κάποια ρήση
για Ε κ ε ί ν ο που μεταμορφώνει
την οξυδέρκεια σε Ειμαρμένη
και την πρωινή δροσιά σε χιόνι.
Μα εγώ, γνωρίζοντας τη λύση
που σού ’γνεφε και δεν την είδες,
κι έχοντας μάλλον εξαντλήσει,
δις, τ’ αποθέματα του τρόμου,
θα υπολογίσω τις θερμίδες,
θα κάνω το ποδόλουτρό μου
και, σίγουρος ότι θα στείλεις
κάτι που να μου διευκολύνει
το μεταβολισμό της ύλης,
θα σκεπαστώ, και δίχως άλλο
θα βρω την ύστατη γαλήνη
μην προκαλώντας τέτοιο σάλο.
In modo misto genuino, 2005
.
Χαρισμένο στον Δημήτρη
Με σκηνή θεάτρου μοιάζει
το μυαλό των ανθρώπων·
εντυπώσεις συνάζει
και ιδέες στων τόπων
των κοινών το σανίδι
ως ηθοποιοί να περάσουν
και των έργων του τα είδη
να καλοσυγκεράσουν.
Λόγοι ορθοί ή ζαλισμένοι·
πνεύματα άγρια ή και ψόφια·
σκηνικά, όπου ξεμένει
και ψευδής, μα και ατόφυα
της υποκριτικής η
δουλεμένη γκριμάτσα
ωσάν για να τονίσει
κάποιαν άχρωμη φάτσα.
Και να βάφει η σελήνη
το ταμπλώ των βημάτων
που ξαφρίζουν στη δίνη
των αφράτων κυμάτων
της καρδιάς· και στα σκότη
της νυχτός να υποφέρεις
που το ξέρεις καλά ότι
τον εαυτό σου δ ε ν ξέρεις.
Στροβιλίζεσαι· δένεις
στης στιγμής τον ειρμό όσα
εσκεμμένα συσταίνεις
με της διάνοιας τη γλώσσα.
Το ποτάμι του εαυτού σου
θα σε πνίξει, αν του ανοίξεις
την ορχήστρα του νου σου
για πρεμιέρες και λήξεις.
Σκοτεινές παραστάσεις
—φωτεινό πανηγύρι—
δοκιμάζεις να πιάσεις·
των πελμάτων οι γύροι
στων ιδεών μας τ’ αλώνια
εμπεδώνουν τον χρόνο
μαρτυρώντας πως αιώνια
είν’ η γύμνια μας μόνο.
alonakitispoiisis.blogspot.com, 2009
(φωτογραφία: Roswitha Mecke)ΤΑΚΗΣ Ν. ΜΗΤΣΑΚΑΚΗΣ, Αλληλοδιαψεύσεις
05.01.2010
.
Καυχιόσουν πως τα ξέρεις όλα
(σε βάφτισα λοιπόν Ξερόλα)
κι εγώ, χάριν αντίθεσης, σ’ αρνιόμουν
(το λάθος προφανώς ήταν δικό μου).
Εγώ, αγκιστρωμένος στο θετικισμό
(μου καταλόγισες περίπου κυνισμό)
κι εσύ, προσηλωμένη στα όνειρά σου
(τα λάθη και δικά μου και δικά σου).
Κάποτε βγάλαμε τις παρωπίδες
(σε είδα πιο καλά κι εσύ με είδες)
σύμφωνοι πια στην κοινή παραδοχή
πως είμαστε, όπως πάντα, στην αρχή.
Θέσεις, αντιθέσεις και διαλεκτικές
(αν και βεβαίως θα ’ταν λύσεις βολικές)
δε θα μας σώσουν απ’ την τυραννία
(η Αντίφαση, κρυμμένη στη γωνία).
Υλικά κατεδαφίσεως, 2008
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΒΟΥΤΣΑΣ, Троицкий Мост
04.01.2010
.
Αργεί το φως. Στέκεται, με κοιτά,
δονείται η ανάσα του στη δύση.
Απέθαντη η μέρα, ο Νέβας τα νερά
σε φλέβα από γρανίτη έχει κλείσει.
Το νήμα μιας αχτίδας πλέκεται μαζί
με υφάδι της ματιάς, θα σχηματίσω
από την ύλη του μια στέρεη μορφή
και πάνω της τα χνάρια μου θ’ αφήσω.
Τα χέρια μου ακουμπούν στην κουπαστή
της γέφυρας, τ’ ατσάλι πού ’χει λιώσει
σ’ ένα χυτήριο της Πετρούπολης, θα ’ρθεί
ανάλαφρο σαν το φτερό και θα με νιώσει.
Απορημένα τα πλοιάρια των ψυχών
περνούν κάτω απ’ τα πόδια μου, ρωτάνε
αν πλέω με τον κόσμο τους, αν έχω αδερφό
αν κάποιες σκέψεις άδικες με τυραννάνε.
Βαστούν τον ουρανό οι αυλακώσεις των νερών
στο ύψος του, ο ήλιος τώρα όλες
αποσυντόνισε τις ώρες των δεικτών
με πλάγιο φως, λαξεύοντας τις όχθες.
Το φως διχάζει σκέψεις και σιωπή
κι απλώνεται χαλί στα βήματά μου,
η γέφυρα που πάτησα απόψε θα χαθεί
μ’ έναν ψιθυρισμό αγάπης και θανάτου.
Σημείο Πετρούπολης, 2010