.
– Μια φάρσα – θέλεις να την ξαναπαίξουμε; Έναν γάμο
– σαν κολικό, σαν να έχεις στα νεφρά σου άμμο…
– Θέλεις να παίξουμε την τελετή, τα δώρα,
– παρόν το σόι σου ( που κούφια να ’ν’ η ώρα ! )
– να παίξουμε – αυτό προπάντων ! μια νεότητα
– που κράτησε ένα χρόνο, στην πραγματικότητα ;
– Να παίξουμε πως ήμουν τριανταεννιά –
– κι έπινες κι έγραφες κι ο μήνας είχε εννιά
– κι ήταν η κάθε μέρα μου παραμονή –
– κι οι φίλοι σου μου λέγαν “κάνε υπομονή”
– γιατί ήταν, λέει, μια γιορτή να ξημερώσει –
– περίμενα, δεν είχα ακόμη μετανιώσει
– που δεν ξημέρωνε ποτέ κι εγώ φοβόμουν,
– κι όλο σε πρόσεχα και σε περιποιόμουν.
– Κάτι ελλόχευε στον άδειον ουρανό :
– Κάτι ερχόταν – όλο και πιο σκοτεινό
– Κι όλα τα τύλιξε ο φόβος. . . τη ζωή σου
– και τα παιδιά που εν τέλει έκανα μαζί σου,
– τη φωτεινή κουζίνα, το ζεστό φαΐ
– τα πρωινά, που έβγαζες βόλτα το σκυλί,
– την πάχνη της αυγής, το διάβασμα, το χάδι
– τα βράδια που δεν σε μισούσα στο σκοτάδι. . .
– Έτσι περάσανε τα χρόνια, έπαιξα κι έχασα –
– Σιγά σιγά, δεν σ’ αγαπούσα πια, το ξέχασα. . .
fin’amor, 2000